Απόστολος Θηβαίος | Romanzo blu

© William Eggleston

νουβέλες που δεν μπόρεσαν

¥

Πιστός σαν σκυλάκι

Ο Έντι ζει στις εργατικές κατοικίες, όροφος τρίτος, διαμέριμα 604, στο βάθος του διαδρόμου. Με την χαλασμένη κλειδωνιά, θα δείτε.

Αυτά είπε ο μάντης στην κορυφή της σκάλας. Καθόταν σε μια ψάθινη καρέκλα και θύμιζε σε όλα του τις κινηματογραφικές φιγούρες που περιμένεις να βρεις εδώ πέρα. Οι κινήσεις του ήταν βαριεστημένες, ξεδιπλωνόταν πάνω στην ψάθινη καρέκλα του, αργά, νωχελικά, σαν πρωινό, ξεπηδούσε μέσα από τον κλεισμένο του κόσμο. Όταν πια επέστρεφε, εκείνος είχε απομακρυνθεί και όλα τα έκρυβε το φως από τον μεγάλο φεγγίτη. Οι σκιές που βλέπεις να περνούν πίσω από το τζάμι θα είναι πουλιά, σε αυτό το ύψος ζευγαρώνουν, ερωτεύονται παράφορα, πέφτουν και σκοτώνονται σε ένα τέλος γεμάτο απόγνωση. 

Ανοίξτε, Έντι, από την υπηρεσία του δήμου. Μα ακόμη και αν γκρεμίσεις την πόρτα ο Έντι δεν πρόκειται να ανοίξει. Έχει πεισμώσει με τον εαυτό του που δεν θυμάται το όνομά του, που δεν ξέρει τίποτε για την τύχη της μπορντό γραβάτας του, που τα παπούτσια του είναι σκονισμένα μα δεν ξέρει πώς στο καλό να τα γυαλίσει,  που όλα αμφιβάλουν για την μέρα, την ώρα. Έχει πει με τον εαυτό του, έχει στοιχηματίσει δηλαδή πως αν θυμηθεί θα κεράσει τον εαυτό του μια μποτίλια μπέρμπον, όπως παλιά, όπως παλιά.

Ανοίξτε, Έντι, αφήστε τα τώρα όλα αυτά, είναι παιδιαρίσματα. Μα ο Έντι δεν ανοίγει, αντιθέτως κλειδώνει την πόρτα, στοιβάζει πρόχειρα όλα τα βαριά έπιπλα του σπιτιού, αγκομαχά, στριμώχνεται. Ανοίγει το γκάζι και περιμένει να πεθάνει. 

Εσείς δεν είστε σαν εκείνη, Έντι ανοίξτε, αλλιώς θα αναγκαστώ να καλέσω την αστυνομία.  Ο Έντι έχει συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις στην ντάπια του σαλονιού. Πιο πέρα στο βάθος του διαδρόμου έχει στήσει ακόμη ένα οδόφραγμα. Από όπου και αν φανούν ο Έντι είναι έτοιμος, έτοιμος, έτοιμος.

Στις δέκα παρά είκοσι λεπτά ο Έντι μεταφερόταν με το καμιόνι στο δημοτικό ψυχιατρείο. Είχε ταραχτεί και έτρεμε και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του πάνω από την σιωπή, δεν μπορούσε. Τον έβαλαν στην πτέρυγα των νεοφερμένων. Μια νοσοκόμα του μίλησε γλυκά μα ερχόταν η φωνή της από μια σπηλιά και δεν την ξεχώρισε. Την άλλη μέρα, ένας τρόφιμος ονόματι Μπραντ, που πάσχει από μια φριχτή πολυλογία, γλιστρώντας δίχως νόημα από σκέψη σε σκέψη, του επιτέθηκε στους κοιτώνες. Του είπε επί λέξει, εσύ καινούριε, τι σόι πράγμα είσαι. Και κοιτώντας τους άλλους που θύμιζαν αγγέλους μες στο δωμάτιο είπε, αυτός εδώ δεν θα μπορεί μήτε να ντυθεί μονάχος του. Θα απασχολεί την κυρία νοσοκόμα με τα καμώματά του. Θα στέκει σαν σκυλάκι που ετοιμάζεται για κυριακάτικο περίπατο. 

Τίποτε άλλο δεν είπε ο Έντι. Μόνο σήκωσε τα χέρια του και έκανε κομμάτια το πρόσωπο του Μπραντ, την αρρώστια του την έσβησε για πάντα, χτυπώντας τον άτυχο πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο, ξανά και ξανά, σαν ένα σακί με βρώμη, απελπισμένα, όπως εκείνος που έχει σφραγίσει την μοίρα του και ζει μονάχα από απόγνωση πίσω από τον τσιμεντένιο τοίχο, πίσω από τον τσιμεντένιο τοίχο. 

Συσσίτιο

Πρώτα οι μελλοθάνατοι, έπειτα όσοι βρίσκονται στην απομόνωση λόγω παραπτωμάτων. Και μετά οι κακούργοι, ο καθένας με την σειρά του. Οι παιδόφιλοι τρώνε μονάχοι σε ένα παράπηγμα απ΄έξω. Τους δέρνει η βροχή μα πρέπει να είναι ευτυχισμένοι που παραμένουν ζωντανοί σε εκείνο το κολαστήριο.

Κουμάντο κάνει ο αρχιφύλακας Άντριου. Είναι γεροδεμένος και συχνά δέρνει τους κρατούμενους επειδή τάχα γελάσανε στην αναφορά ή βλαστημήσανε έξω από τον ναό. Τους δέρνει όλο ευχαρίστηση, ακούγονται τα κόκαλα που θρυμματίζονται , το αίμα έκανε χάλια το λευκό του πουκάμισο. Ο αρχιφύλακας θυμώνει, θυμώνει, θυμώνει και ο κρατούμενος πεθαίνει, πεθαίνει, πεθαίνει μες στο αίμα του, πνιγμένος ο κρατούμενος πεθαίνει μες στην μοναξιά του. 

ΟΙ κρατούμενοι ανήκουν σε διάφορες κάστες. Όλοι τους είναι κατάστιχτοι, άλλος μια άγκυρα, άλλος ένα όνομα, μια βόμβα, ένα κινέζικο γράμμα, μια αλυσίδα, έναν σταυρό, ένα τίποτε. Συχνά μαλώνουν, επιτίθενται ο ένας στον άλλον με αυτοσχέδια μαχαίρια, πολλοί σκοτώνονται, άλλοι αγαπιούνται και μερικοί άλλοι δραπετεύουν κάτω από την μύτη των φυλάκων που πυροβολούν από εκφοβισμό. Καμιά φορά σκέφτομαι πως οι κρατούμενοι μπορούν ανά πάσα στιγμή να φύγουν και πως δεν το κάνουν επειδή οι φρουροί φοβούνται και από εκφοβισμό σκίζουν την τελαμώνα και πυροβολούν. Και υπάρχει κίνδυνος να κάνουν κακό στον εαυτό τους και τότε δεν θα μπορέσουν ποτέ να πληρώσουν το μερίδιο της ευθύνης τους όπως κάνουν οι κρατούμενοι πίσω από τα γρανιτένια πεντάγραμμα και τις ατσαλένιες πόρτες του απελπισμένου καταστήματος, πέρα μακριά, στην άγρια ερημιά της στέπας. 

Φρίκη

Έκανε να δει μέσα από το πλήθος μα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτε, τίποτε. Έτσι σκέφτηκε πως απέναντι, στην ταράτσα του κινηματογράφου θα έχει όση θέα αγαπά. Έτρεξε δίχως δυσκολία καθώς το πλήθος συγκεντρωνόταν εμπρός από την σκηνή του ατυχήματος. Το αίμα κυλούσε παντού και το κλάξον του αμαξιού είχε βαλθεί και εκείνο να ζήσει κάμποσο περισσότερο. Μια γροθιά από κάποιον παριστάμενο έδωσε τέλος στο κονσέρτο του. Κάποιοι άλλοι στάθηκαν πλάι στο κορίτσι που χαροπάλευε και του δώσανε νερό. Ο οδηγός στο πλάι της είχε κιόλας φύγει. 

Ο Λίο ανέβηκε στην ταράτσα και κοίταξε κάτω. Στην σκηνή του ατυχήματος. Είχε δίκιο, καθώς τώρα μπορούσε να θαυμάσει σε όλο της το μεγαλείο την φρίκη εκείνου του τροχαίου ατυχήματος. Το κορίτσι σαν πουδραρισμένο κοιτούσε, ποιος ξέρει τι ορίζοντα, τι οπτασίες. Και ο οδηγός σκυμμένος σαν εκείνον που δεν βρήκε ποτέ την λύση, ακουμπισμένος πάνω στο τιμόνι της Σέβι του. Ένας αθεράπευτα πια, κουρασμένος άνθρωπος. Έτσι τελειώνουν οι έρωτες, του είπε ο φύλακας που τον είχε ακολουθήσει ως τον εξώστη του κινηματογράφου. Μια στραβοτιμονιά, μια απότομη κίνηση, ένας διαβάτης που ξεχάστηκε και πέρασε την λεωφόρο απρόσεκτα, ένα της χάδι, το βαθύ τους κοίταγμα. Κάτι από όλα αυτά θα φταίει που στην καρδιά της εμπορικής λεωφόρου, η πόλη ζωγραφίζει την φρίκη και προχωρεί στο παρασύνθημα. Καλύτερα να πηγαίνεις. Και όταν ανέβεις ξανά εδώ πάνω να είναι επειδή πεθύμησες την ομορφιά, ακούς μικρέ;

Βενιαμίν

Το όνομά σου. Βενιαμίν. Τόπος γέννησης. Νέα Υόρκη. Τον κοιτάξανε καλά και αφού βεβαιωθήκανε πήραν τηλέφωνο τους φύλακες. Γύρισαν και μίλησαν μυστικά μέσα από τα δόντια τους, τον αγριοκοίταξαν ακόμη μια φορά και έπειτα χαμογέλασαν χαιρέκακα. Ώστε αυτός ήταν ο Βενιαμίν. Τον ψάχνουν εδώ και χρόνια στα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων. Είναι ο καλύτερος τοξότης του εχθρού και σήμερα, εδώ, τώρα, ο Βενιαμίν, δίχως το βέλος του, ετοιμάζεται να πέσει στα χέρια των αντιπάλων του. Μια διμοιρία φθάνει βιαστικά, ορμούν στον Βενιαμίν, τον ρίχνουν χάμω, τον χτυπούν. Τον παίρνουν κατευθείαν για εκτέλεση. Εμπρός του στέκει παραταγμένο το απόσπασμα, πίσω ακριβώς οι κάμερες, πιο πίσω οι ιερείς και οι δημόσιοι λειτουργοί. Και από πάνω τους, να τους στεφανώνει ο λαός, ξυπόλητος, ρακένδυτος, απονήρευτος, εύπιστος,  πάμφτωχος.

Ακούστηκε το κροτάλισμα. Αργότερα σαν κάθισε το κουρνιαχτό, πλησίασαν την σωρό του για την χαριστική βολή. Μα είδαν μονάχα το κοστούμι του αδειανό από το σώμα. Και είπαν, δεν μπορεί να ξέφυγε ο Βενιαμίν και μέσα τους κρυφά τον αγαπούσαν τον εχθρό τους για την τόλμη, το θράσσος, την ωραία του όψη που παραπέμπει σε άγγελο. Ναι, ακριβώς, σε άγγελο. 

¥

Όλα αυτά τα κείμενα βρέθηκαν αναπάντεχα μες σε κάποιο, γαλάζιο τετράδιο. Από εκείνα που πετούν τέτοιες εποχές οι μαθητές, αγανακτισμένοι με τις διορθώσεις και τα θεωρήματα και τις υποτείνουσες που τραβούν καταπάνω τους από όλες τις γωνιές του δωματίου. Μερικές από εκείνες τις δειλές νουβέλες τις διαβάζω κάπου κάπου, αλλάζοντας το τέλος πάντα με μια αναπάντεχη εκδοχή. Το ψιθυρίζω μονάχος μες στο δωμάτιο, άλλες τις καταγράφω σε χαρτιά και τις λερώνω. Το στενό πάντα γαλάζιο καιο ήχος ενός τραίνου που γεννήθηκε μια νύχτα σαν την αποψινή , γεννιέται μέσα από τα σπλάχνα της πόλης.

Απόστολος Θηβαίος