Μείναν μονάχα οι ζωγραφιές
μες σε περίτεχνες φτηνές, παλιές κορνίζες.
Τα ωραία έπιπλα βαριές περάσαν θλίψεις – τώρα σκόνη·
κι η μπαλαρίνα η κουρδιστή στο μπουντουάρ
–την είχε φέρει ένας θειος, απ’ τη Σαγκάη, καπετάνιος· πεθαμένος κι αυτός από χρόνια–
χορεύει μόνη. Το ’κονοστάσι σιωπηλό, σβηστό καντήλι.
Στον καναπέ φυσάει αγέρας, στο ταβάνι συννεφιά,
στο πάτωμα χιόνια, βγαλμένες οι ρίζες, λιβάν’ η κανέλα,
κάηκε το φαγητό και το δωμάτιο κλειστό –
εδώ που κάποτε ησύχαζ’ ο πατέρας… Το φως
θα καίει το μάρμαρο, σκήνωμα ο πόνος.
Κάτω απ’ τα χαλιά τα λάθη, στα ντουλάπια οι στεναχώριες.
Χαρωπές φωνές, τραπέζια στρωμένα, χαρές και γιορτές – όλα κλεισμένα
μες στον μεγάλο καθρέφτη. Πλάκωσε μαύρη αρρώστια, μαύρη
σαν αλήθεια. Κακή συνταγή,
όλα τα ’βγαλ’ αλλιώς· κι εμένανε ψεύτη.
Τώρα φούρνος σκοτεινός, πού τα χέρια;
Κρύο το σπίτι κι άστρωτο – δάκρυ πικρό στο μάγουλο
της μάνας, στεγνά τα χείλη. Τι κάνεις, Θάνατε, στο σπίτι μας;
Μες σ’ εικοστέσσερα φεγγάρια το ξεπάστρεψες,
το σκέπασες με χώμα. Του ήλιου
το φως έχει στενέψει, τις κάμαρες εμούλιασ’ η βροχή.
Της φριχτής προσμονής τα νυχτέρια…
Μαύρος ο άγγελος, μαύρο το κρίνο –
κακά τα μαντάτα.
Τα μπαλκόνια μάς τα ξήλωσαν πουλιά,
σ’ άλλη γη τα πήγαν. Μάταια πουλιά, τι θέλετε στο σπίτι μας;
Τώρα φαντάσματα χαϊδεύουνε αυτιστικά τον τοίχο,
αμνήμονες νεκροί, και ποιος να τα μαζέψει;
Και λίγο πριν ξυπνήσω με ξυπνούν…
Το πέπλο ανάμεσά μας θα το σηκώσει ο Χρόνος.
Παντάξενα τα οικεία, θαμμένα τα μικράτα –
τα κλείνω σε τούτο τον στίχο,
κατά το δοκούν. Συνεχίζετ’ η ζωή, κι έχω
κουράγιο περισσό, κι όσο προς στο μνήμα κλίνω,
στέκω μπροστά και πλάι του και μέσα –
δεν τ’ αποστρέχω.
Ο Στράτος Κιαπίδης γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.Απόφοιτος του ΕΑΠ στο τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών «Ελληνικός Πολιτισμός» και απόφοιτος Δ.Ι.Ε.Κ. με ειδικότητα στη «Μετάφραση, Επιμέλεια και Διόρθωση Λογοτεχνικών Κειμένων». Έχει μεταφράσει κλασσική λογοτεχνία και ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Μήνες» κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις «Φεγγίτης».