Γαλάζιες Ιστορίες δίχως φταίχτες
Απόψε στην οδό Γλάδστωνος τα παιδιά έχουν στήσει γιορτή. Μια φορά, στην αρχή του καλοκαιριού, πριν γίνουν όλα στάχτη, η Ελένη, ο Ζαχαρίας, η Γαρυφαλλιά, ο Ακμάν, μαζεύονται μερικούς ουρανούς πιο δίπλα.
Τότε και εγώ παίρνω χρώμα από το στενό μου και καμωμένος από τα πνεύματα τραβώ για εκείνο το μέρος. Δεν ξέρω τον δρόμο, τον έχει καταβροχθίσει η παλιά πόλη που δεν μπορεί πια τίποτε να κάνει για τον εαυτό της.
Μα να, πηγαίνουν και άλλοι, ο καθένας με το χρώμα του, μικρά φωσάκια των τραγουδιών μες στην τεφρή πόλη. Η Ελένη φορά το θρακιώτικο φουστάνι της και σέρνει τον χορό, ο Ζαχαρίας υποκλίνεται στο κοινό του, ο Άκμαν προσεύχεται στον θεό του χαμογελαστός και ελεύθερος. Και η Τριανταφυλλιά τραβά για τα ανοιχτά, και όλο λάμνει σαν τις μικρές βάρκες που σε ξυπνούν σαν από θαύμα ένα καλοκαίρι.
Κανέναν δεν προλαβαίνω πια. Οι μορφές τους τρίβονται στο αμμόχαρτο του καιρού και χάνονται. Κάπως έτσι απομένουμε ολομόναχοι, ο καθένας με το χρώμα του και μια σελήνη πένθιμη γύρω από τα μάτια. Όλα τα υπόλοιπα τα πνίγει η υγρή ομίχλη και το τραπέζι είναι αδειανό, το θρακιώτικο φουστάνι μια ανάμνηση. Και έτσι όπως έρχονται στο φως οι λεπτομέρειες, και έτσι όπως κανείς δεν έφταιξε, έτσι ακριβώς πέφτει η ερημιά και όλα τα σπάει. Πώς γελάστηκα, πώς.
Ωστόσο είμαστε εμείς με τα χρώματά μας που δεν ξεχνάμε, είμαστε εμείς με τα παιδιά μας πρώτοι στην γιορτή και το κόλπο με τα γερά, σφιγμένα μάτια.
Και η Ελένη κάθε μέρα μπορεί και φαντάζει ομορφότερη. Και η Τριανταφυλλιά μπορεί και γερνά, όλο και περισσότερο κάθε μέρα, σαν να ήταν κάτι περισσότερο από έναν ανήμπορη φωτογραφία. Ωστόσο είμαστε εμείς, να τους δανείζουμε με τα χρώματά μας, να τους κάνουμε γαλάζιους, υπόλευκους, κατακόκκινους, ζωντανούς, διπλανούς μας.
Τι κρίμα, είπα και όλο επέστρεφα στο γαλάζιο μου στενό. Το κόλπο με τα σφιγμένα μάτια με έφτασε ως τον λαιμό και με πνίγει. Πλάι μου ο ποιητής και ένας άλλος, κάπως σιωπηλός και ξεχασμένος.
Τώρα πια είμαι ολομόναχος. Άφησα πίσω την γιορτή και είπα να σας γράψω ένα , δυο λόγια τώρα που όλα τελειώσανε. Μα λυπήθηκα βαθιά και έσβησα όλα τα φώτα στο γαλάζιο μου στενό, αφήνοντας ένα μικρό φωσάκι, μια θέση παντοτινή στην Ελένη, τον Ζαχαρία, όσους μες στον φόβο ταξίδεψαν. Δεν θα σας γράψω τίποτε, εσείς όλα τα γνωρίζετε, όλα τα νιώθετε.
Απόστολος Θηβαίος