Μια νύχτα το σκοτάδι
Έχασε το δρόμο του,
Παράπάτώντας μέσα στο όνειρο
Γλίστρησε βιαστικά μέσα στο νερό,
Τα κλιμακοστάσια του φωτός
-Κατεβαίνοντας-
Τραυλίζοντας την απόσταση
Το σώμα σου,
Μου έγνεψε να σε συναντήσω,
Εκεί που κάποτε
Ψιθυρίζαμε
Τους ρυθμούς της έκστασης
Και των κυμάτων-
με ξέχασες
έφυγες βιαστικά μέσα στο εκτυφλωτικό φως,
γύρισες
τους ώμους σου
στον ήλιο
και έκαψες την αμφιβολία
μέσα στις υγρές παλάμες σου,
ενώ τα δάκρυα μου κύλούσαν
προς το ανεπανόρθωτο της πρώτης μας συνάντησης,
ήσουν λέει
ένα άσπιλο ενθύμιο
ακουμπισμένη
πάνω σε ένα σιωπηλό άγαλμα
μέσα σε ένα κατάφυτο κήπο,
και εγώ ήθελα
πάση θυσία να σε ξυπνήσω,
να σε αγκαλιάσω
μέσα στα λουλούδια
και τα χόρτα
αλλά εσύ όλο έφευγες
μέσα στις σκιές και το μαύρο,
τόσο
που σβήστηκαν τα χνάρια του προσώπου σου,
και έτσι έπρεπε
εκ νέου να σε πλάσω με τα δάχτυλα μου. –
Στα βήματα καταδύομαι
της μικρής Άννας,
που βαδίζει μέσα στον
κατάφυτο κήπο,
ανάμεσα σε λουλούδια και θανάτους, *
Το μεσημέρι λύγισε τον άνεμο
μέσα σε ερωτικές ιαχές,
που σβήστηκαν στην θάλασσα,
μικρά άστρα ανέρχονταν
μέσα σε μηρούς
καμωμένους από βότσαλα και αρμύρα,
και τα χέρια σου σκάλιζαν
την οσμή της μυρτιάς και του σπέρματος
μέσα στο παρτέρι του στήθους μου.
Όλα τα σχήματα μέσα στο πολύχρωμο
χώμα σου μαρτυρούσαν
Τα παγνίδια του ήλιου και του σύννεφου,
Κάθε ένα από αυτά φρόντιζες
Να τα προσάρμόζεις με νωχέλεια και προσοχή,
Μέσα στο πλέγμα των ματιών μου,
Έτσι ώστε κάθε φορά που
Άνοιγα τα βλέφαρα τα χίλια βέλη
Της ίριδος μου έκοβαν την όραση
Κατακερματίζοντας την αναπνοή μου
Έως την τυφλή άβυσσο της μοναξιάς.
Σήμερα
Παρασύρθεις στον παράξενο είρμό
Του φωτός,
Τόσα χρόνια καθισμένη
Μέσα στα υπάρχοντα των άλλων,
Να σέρνεσαι μέσα σε σκουπίδια και τα σωματίδια της σκόνης,
Μέσα στο δωμάτιο,
Συνήθισες,
Μια αλλόκοτη ανάμνηση αίματος
Και γύρης καθισμένη πάνω στα άνθη
της σιωπηλής κίνησης,
των αερίων μέσα στον έναστρο κήπο,
σε ρούφηξα με μια ματιά,
Και σε ένα χιόνι
απροσδόκητο,
με χαιρέτισες με σιωπή,
καμία λογική δεν είναι αρκετή να γυρίσει
το φως, μέσα στα σπλάχνα του σκότους,
ούτε όταν κάποτε,
σε ένα άδειο δωμάτιο ξενοδοχείου,
ξάπλωσες ανάσκελα,
και αναμετρήθηκες με τα ταβάνια
που εκρήγνυνταν,
ούτε όταν έμεινες σιωπηλή,
και ασήμαντη,
να περιφέρεσαι στους δρόμους
δίχως αντίκρυσμα,
δεν μπόρεσες ποτέ
να κυκλώσεις
τον άνεμο του αισθήματος
με ένα κύμα νοήματος,
το μέρος ήταν πάντα αυτό το ξέρουμε,
το σώμα,
εκεί πάντα συναντίόμασταν,
εκεί μου απόθωνες
τα πέλματα σου στα χέρια μου,
ήθελες βλέπεις
να περπατήσεις
και εσύ,
έστω πάνω στην κουβέρτα,
με λίγη ΄ζεστη
λίγη στοργή,
λίγο σάλιο
ένα ζευγάρι χέρια,
και ένα γιγάντιο σύννεφο
τα μάτια μου
να σε πλάθει στον ορίζοντα του αγγίγματος,
ξεκουράστηκες
πάνω στα λιγοστά
αγκάθια που θρέψανε οι εποχές
για χάρην της αγρίότητας,
μα όλο ετούτο το άγιο πέταγμα,
να καταλήγει σε ένα άνθος,
με ρώτησες,
πάνω σε λίγα πέταλα,
λεπτής σάρκας,
μα είναι όλα
μέσα στον κήπο μας σου απάντησα,
όλο το μπόστάνι τούτο της εμπειρίας,
είναι το άφραχτο τίποτα,
σου απάντησα,
το πέραν του πέρατος,
που δακρύζει
ύπαρξη από συνήθεια
και όνειρο,
σε κοίταξα,
με σκότος,
στα χέρια μου κρατούσα,
ένα κομμάτι ύφασμα
που μύριζες όταν ήσουν παιδί,
για να μπορέσεις
να κοιμηθείς,
μα πόσο όμορφα μύριζες μέσα του,
ακόμα και εκεί πάνω
στο μικρό εμβαδόν των κλωστών,
εγώ έβλεπα τα πόδια σου,
τα ταπεινά σου βήματα
του πρωινού,
να τραγουδούν το ξύπνημα της μέρας,
σε έφερα στις πλάτες μου
ένα βράδυ
έτσι όπως άλλοτε
κουβάλησα τον πατέρα μου,
λαβωμένο
μια πληγή τον έσυρα
μέσα από το χρόνο,
να σου χαρίσω τη στιγμή,
το άλυτο αίνιγμα
μιας ανόητης ιδιότητας
της ύλης
να φέγγει τις πράξεις
με αίσθημα,
τι άλλο είναι ο χρόνος
άλλο από την παράξενη μπουκιά
που κατάπινες
το νερό
της ατέρμονης δίψας σου
ενώ έτρεχες μέσα στον ήσυχο κήπο της μικρής Άννας,
παρέα με
με τις πρώτες λαμπυρίδες.
Ο Βλαδίμηρος Νικολούζος γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1979. Σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στην Αγγλία και στην Αμερική και εργάζεται ως σκηνοθέτης. Η Aurora, εκδόσεις “Ο Μωβ Σκίουρος”, αποτέλεσε την πρώτη του ποιητική συλλογή.