Από το βιβλίο της βορινής πλευράς
Στην βορινή πλευρά του γαλάζιου μου στενού στέκει αγέρωχο το αντιπροσωπευτικότατο δείγμα του αθηναϊκού εκλεκτικισμού. Πρόκειται για μια παλιά έπαυλη που τώρα πνίγεται από τις πολυκατοικίες, όπως η πυκνή βλάστηση κρύβει από το ανθρώπινο μάτι έναν παλιό και ολότελα λησμονημένο πολιτισμό. Εκεί θα στήσω το αρχηγείο μου. Θα έχω την εποπτεία της περιοχής και όταν από το απέναντι στενό φανεί η εμπροσθοφυλακή θα είμαι έτοιμος. Οι διαβάτες θα έχουν λιγοστέψει, κανείς αθώος δεν θα χτυπηθεί. Θα στήσω στην πρώτη γραμμή τους ιππείς και τα δόρατα. Ανάμεσά τους θα βάλω τοξότες, θα ανάψω φωτιές, το θέαμα θα είναι φοβερό. Ο αντίπαλος θα διστάσει καθώς ολοένα και περισσότερες μορφές θα ξεπηδούν από τις γραμμές μου, έτοιμοι και φοβεροί. Στους εξώστες τριγύρω θα βάλω σκοπευτές και μερικοί θα ακροβολιστούν ως απέναντι στην λεωφόρο. Εφόσον απαιτηθεί θα συνδράμουν, δεν λυπούνται την ζωή τους αυτοί. Πίσω από τα κοντέινερ με τα βιομηχανικά υλικά από την ανακατασκευή του δρόμου θα καραδοκεί ένα τάγμα δολοφονικό, έτοιμο να σταθεί ως ένδοξη εφεδρεία όταν όλες οι δυνάμεις θα έχουν καταρρεύσει και το αποτέλεσμα πια θα έχει κριθεί. Τότε θα φανούν, όταν η ήττα μου θα γίνει πένθιμη, βέβαιη, να όπως τώρα που σου εκμυστηρεύομαι τούτες τις δειλές γραμμές.
Εγώ μεγαλοπρεπής, θα διαβώ τους καπνούς και τα χαλάσματα, οι μαρκίζες θα ανάψουν καθώς θα περνώ, για τελευταία φορά οι μαρκίζες θα ανάψουν και οι στρατιώτες μου σε στάση προσοχής θα εκτελούν παρουσιάστε σιωπηρά, λυπημένα πολύ, όπως αξίζει στις μεγάλες ήττες. Ίσια θα περάσω μέσα από τα κτίρια, τα ενοικιοστάσια, τις στοές, τα τσιμεντένια έρκερ. Εμπρός λοιπόν τα αγήματα, εμπρός, σωπάστε εσείς πόλεις, το γαλάζιο μου στενό έπεσε και όλα τελειώσανε πια. Από μακριά έρχονται οι νικητές, φτάνουν, ήρθαν, φορούν φτερά στα μαλλιά τους και είναι μεθυσμένοι από συγκίνηση. Όλα μοιάζουν με ζωγραφιά πια, τα πτώματα, οι σωροί, οι παλιές μπροσούρες, η είσοδος της έπαυλης με τα σπασμένα ακροκέραμα και την βαθιά σκιά, καμένη από το φως, σαν τα σπίτια του Πόρτο Λάγκος, ναι σαν την παλιά αριστοκρατία που καίγεται πια στα αρνητικά λιμάνια.
Ψέματα, όλα ψέματα και οράματα. Κανείς δεν υπάρχει στο γαλάζιο μου στενό. Η άμυνά μου έχει αποδεκατιστεί και οι ιππείς τώρα ταξιδεύουν προς το ηλιοβασίλεμα, ωραίοι, νεκροί ιππείς μου. Η Αθήνα δεν θυμάται τίποτε από τον εκλεκτικισμό και στα απέναντι στενό τα αδέσποτα ξαπλώνουν κάτω από έναστρα ταβάνια. Ναι, κανείς δεν υπάρχει τριγύρω, μονάχα εκείνο το ξαφνικό ζευγάρι, σαν βροχή που περνά τρέχοντας. Πρόκειται για τους λεγόμενους άμαχους. Τρέχω και σαρώνω το στενό, ανοίγω έναν διάδρομο ως την λεωφόρο και το ζευγάρι γελά και με ακολουθεί. Και όλα είναι συμπονετικά και ο δρόμος ανοίγει μονάχα για τον έρωτα ώσπου το νεαρό ζευγάρι χάνεται πίσω από τα κτίρια και ό,τι απόδειξη μένει από εκείνο δεν είναι άλλο από εκρήξεις στο εσωτερικό της πολιτείας, πέρα μακριά.
Μια φωνή σπαράζει. Τα δάκρυα είναι δυο λογιών, ένα των πονεμένων, το άλλο στην συνάντηση των πολυαγαπημένων. Και η φωνή με αποχαιρετούσε. Και η πολιορκία δεν χαλάρωνε και μία προς μία ξεπηδούσαν από του μυαλού μου τα χαλάσματα φιγούρες του Θεόφιλου και του Μποστ και η ζητιάνα του Ντονατέλο και οι σκιερές φιγούρες του Γκρέκο και ακόμη μορφές σκοτεινές του Γκόγια, φάρσες με πρόσωπα δηλωτικά. Η Γαλάζια Γκερνίκα στο βάθος του ορίζοντα πάντα, εκεί που κάποτε θα πουν, τελέστηκε η μεγάλη του κόσμο, αρματομαχία. Ένα σκηνικό σαν εκείνο του Βερντέν θα κάνει την δουλειά, ένα σκηνικό σαν αυτό του πολέμου θα ξεχωρίζει και ο καθένας μπορεί να είναι σίγουρος πως ένας πόλεμος δεν αργεί ποτέ να γίνει μια αληθινά κτηνώδης υπόθεση.
Απόστολος Θηβαίος