«ήτο ένα άκαμπτος νεκρός όπως ο Αχιλλεύς του μνημείου ανάμεσα στις χιλιετείς λέξεις,
Κορυτσά, Τεπελένι, Πόγραδετς, Αετοράχη»
(Αλέκος Φασιανός)
Πότε πρότασσε το ένα του πόδι. Ελάμβανε μια στάση, ας πούμε ηρωική. Σήκωνε το σπαθί τ και άφηνε την ασπίδα του ακίνητη, κρατημένη από την λαβή που είχε φτιαχτεί από φτηνό δέρμα μα όμως το μπορούσε να συγκρατεί εκείνον τον χάλκινο καμβά. Πάνω στην ασπίδα μπορούσες να αντικρίσεις μεγάλες σκηνές από τους μύθους της Ελλάδας. Πηγές και της Στυγός τα ύδατα που χαρίζουν τις αθανασίες. Και μια διμοιρία χαμένη στην λήθη των ναυαγίων και σκηνές φανταστικές από την τρομερή των Θερμοπυλών μάχη. Φορούσε ακόμη μια πανοπλία αρχαιοελληνική και φέσι. Και είχε, λέει στο ζωνάρι του δυο σκουριασμένες πιστόλες και μια μαχαίρα ή αλλιώς γιαταγάνι όπως λεγόταν στην παλιά Ελλάδα.
Σαν έρχονταν οι επισκέπτες, κυρίως εραστές που τραβούσαν κατά τις φυλλωσιές για το ύστατο χαίρε στο μεσημέρι, σήκωνε το σπαθί του ως ψηλά και άφηνε να στραφταλίζουν τα μπακίρια που ήταν όμως ψεύτικα, επιχρυσωμένα. Ποιος νοιάζεται;
Τα παιδιά που ζύγωναν τον κοιτούσαν σαν τάχα να ΄χε γεννηθεί μες στων σελίδων τους φανταστικούς τοκετούς. Του ζητούσαν να παραστήσει μια μάχη, τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή, τον Ανδρούτσο, τον Κολοκοτρώνη, τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τον Σολωμό Σολωμού, τον άγνωστο στρατιώτη. Αυτός ο τελευταίος έφερε δικές του ολότελα κινήσεις, ήτο ένα άκαμπτος νεκρός όπως ο Αχιλλεύς του μνημείου ανάμεσα στις χιλιετείς λέξεις Κορυτσά, Τεπελένι, Πόγραδετς, Αετοράχη και δεν μπορούσε με ακρίβεια να αναπαρασταθεί το ωραίο σώμα, οι ευγενικές γραμμές.
Άμα έπεφτε ο ήλιος να πνιγεί ο Θεόφιλος τραβούσε για τον μαχαλά. Πίσω του στρατιές οι οπλοφόροι, οι τριακόσιοι, το πλήρωμα και οι Αργοναύτες και το χρυσόμαλλο δέρας που πηδά και παίζει από κορφή σε κορφή, πιο ζωντανό από ποτέ.
Στον μαχαλά τον αγαπούνε, μα ακόμη συνηθίζουν να κάνουν χάζι μαζί του και να του ζητούν να βγάλει τα παλιόρουχα. Τα ΄χε αγοράσει κάτω στο παζάρι, δυο δραχμές τα τσαρούχια και άλλα τόσα η πουκαμίσα και το σαλβάρι. Μα εκείνος τους έλεγε, τα ιερά και τα όσια δεν ξεπουλώ και έφευγε για τις ταβέρνες. Τον φωνάζανε οι ταβερνιάρηδες, του αναθέτανε λέει δουλειές. Να φτιάξει μια σκηνή από ένα γερό μεθύσι, ή πάλι τον Χατζή Αλλή τον τύραννο των Αθηνών ή τον Πάτροκλο και τον Οδυσσέα ή τον καταραμένο όφη. Τον επλήρωναν λίγα μα εκείνος τα λογάριαζε για μεγάλο κέρδος και ήταν ευτυχισμένος ως μέσα του βαθιά που κέρδιζε και εκείνα τα λίγα.
Τα μάζευε με το στανιό. Ήθελε να γυρίσει πίσω στο βουνό. Εκεί που αγαπήθηκε περισσότερο, ήθελε να γυρίσει μα πάντα έλεγε πως η ανθρώπινη μοίρα συνιστά μια τυφλή και μουγκή ερωμένη με άγνωστα γινάτια. Είχε την έκφραση εκείνου που γονατίζει από τον νόστο, ναι, τον νόστο. Ήταν ένας ρομαντικός και πένθιμος χαρακτήρας μα αυτό δεν τον εμπόδιζε να κάνει αυτό που λένε οι άνθρωποι όνειρα και που σε ανάλυση τελική συνιστούν το μεγαλύτερο φορτίο της ζωής.
Μια μέρα θα γυρίσει, το ΄χει στο όνειρό του που περνά μέσα από τους ύπνους. Θα του σφίγγουν το χέρι, Θεόφιλε πού χάθηκες μα όλα θα είναι αγνώριστα και ο τόπος αλλαγμένος. Κανείς δεν θα νοιάζεται για την ασπίδα και τα αηδόνια που κοιμούνται στα ορειχάλκινα βουνά. Και αν ζωγραφίζει ακόμη εκείνες τις δυο, τις απλές διαστάσεις, κανείς δεν θα νοιάζεται. Όπως και για το αν σωθεί η Ιφιγένεια που ζωγράφισαν παιδιά από καιρό λυτρωμένα, παιδιά που ήρθαν μετά από εκείνον, παιδιά με ονόματα όπως Τσαρούχης, Μόραλης, Παρθένης και άλλοι πολλοί.
Σώπα Θεόφιλε, ο καιρός παίρνει, ο καιρός δίνει Θεόφιλε. Και όλο προβάρει την σκηνή που βάνει εμπρός το ένα του πόδι και ως άλλος Μεγαλέξανδρος ξεχύνεται με της θαλάσσης την μανία. Με την γαληνεμένη, την αρχοντική ψυχή ενός αληθινού φίλου του ελληνικού Θεού, έτσι όπως το είπε ο Αλέκος Φασιανός. Και όλο εργάζεται απάνω στις δυο διαστάσεις του κόσμου που τραγουδούν το όνειρο και αφιερώνοντας περίσσια προσοχή στην διακόσμηση ως μόνη εκδοχή οργάνωσης ενός πίνακα και μιας ιστορίας. Αυτός ο άτεχνος ρεαλισμός τον εκράτησε ζωντανό τον Θεόφιλο που πήρε μέρος σε τόσους πολέμους και έχασε μάχες επειδή ραγισμένο ήταν το γυαλί της ατόφιας του ψυχής.
Στις 24 του Μάρτη εκοιμήθη ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, πλήρης ημερών με την συνείδηση μιας γαλαζωπής αιωνιότητας στο βλέμμα. Αυτό το τελευταίο προσθέσανε όσοι τον είδανε. Και τώρα εμπρός στην Πύλη του Αδριανού κανείς δεν στέκει, μήτε κανείς παριστάνει τον αρχαίο πολεμιστή με την πλουμιστή την καρδιά, ίδια Καρυάτιδα. Και οι τοιχογραφίες σωπάσανε και ολάκερη η ελληνική ζωγραφική μπήκε σε αναστολή ώσπου σε βάθος να μελετηθούν οι τρόποι και τα φερσίματα ενός μεγάλου Έλληνα με την λαμπρή φυσικότητά του και με τον έρωτα τον βαθύ, για τον κόσμο τον ελληνικό που του δόθηκε να ζει. Να μελετηθούν, λέει, εξαρχής.