|…Είμαι καλή αλλά
Δεν είμαι άγγελος.
Αμαρτάνω αλλά
Δεν είμαι ο διάβολος.
Είμαι απλά ένα μικρό
Κορίτσι σε έναν
Μεγάλο κόσμο που
Ψάχνει κάποιον
Για να αγαπήσει…|
Μέριλυν
Στο γαλάζιο μου στενό έχω μια πέτρα για να μιλώ. Την ονομάζω της υπομονής και όταν πια όλα τα ανθρώπινα έχουν κουραστεί και όταν οι πλατείες αδειάζουν επειδή η νύχτα προελαύνει από κάθε ντάπια και κάθε φυλάκιο, σκύβω και της μιλώ. Της εμπιστεύομαι τα όνειρα, τα απατηλά που με γονάτισαν και με δίδαξαν, τους φόβους και τους έρωτες, τους μεγάλους και τους εφήμερους. Και η πέτρα δεν μου μιλά, δεν αποκρίνεται η πέτρα. Έχει ένα δέρμα σκληρό, δουλεμένο μες στους αιώνες και τούτο ποτέ δεν πρόκειται να αλλάξει. Μα εγώ της μιλώ, σαν τάχα να είναι ζωντανή. Η αλήθεια είναι πως στην πέτρα μου δεν λείπει καθόλου το πνεύμα και η ύλη. Άραγε να ΄ξερα πώς τάχα βρέθηκε στο γαλάζιο μου στενό. Άραγε να της είπε κανείς τα βάσανά του, να στάθηκε προσευχητάρι για άλλους καιρούς και ανθρώπους περασμένους; Ποτέ δεν θα το μάθω. Μονάχα να τους συλλογίζομαι μπορώ, να της μιλούν με μάτια δακρυσμένα, με βλέμματα πορφύρες ελαττώνοντας τούτο το ηθικό πλεονέκτημα που οικειοποιείται αυθαίρετα κάθε τόσο η ανθρωπότητα. Στην πέτρα μου μιλώ για χώρες εξωτικές και ερημωμένες, για κορίτσια με ονόματα λαϊκά και φουστανάκια σε ανοιχτές αποχρώσεις που με αγάπησαν και έπειτα χάθηκαν. Της μιλώ για τότε που το γαλάζιο μου στενό ήταν ακόμη δρόμος, της λέω για τα χρόνια της αφόρητης δίψας που φάνηκαν ξανά, για την βάρδια της σελήνης που σαν υψωθεί φυλάει από την σκοπιά της τους πλανεμένους αυτού του κόσμου. Της λέω ακόμη πως πιστεύω στις ομορφιές του βίου και έπειτα της αφήνω ενέχυρο την ελπίδα μου. Η πέτρα μου τίποτε δεν λέει και ο καιρός περνά με μένα στην κόχη του τοίχου, σαν ανάμνηση και σαν υπόμνηση.
Προσφάτως, καθώς λογάριαζα τον χρόνο που ξοδεύεται μες στο γαλάζιο μου στενό, συλλογίστηκα πως κάθε άνθρωπος εκεί έξω διαθέτει μια πέτρα. Έναν λίθο ακατέργαστο σαν αυτόν του Ατίκ Ραχίμι, μια πέτρα για να εξομολογηθεί η Γκολσιφτέ Φαραχάνι που κάθε μέρα μιλά στον κλινικά νεκρό της άνδρα. Μια πέτρα όμοια με εκείνη του φιλμ που μας προσμένει σαν ξεχασμένος φίλος. Η πρωταγωνίστρια διαθέτει και εκείνη μια δική της πέτρα. Πρόκειται για τον σύζυγό της που βυθίζεται στην ανυπαρξία καθώς εκείνη πασχίζει να του αφηγηθεί την βιογραφία τους, να εξομολογηθεί όλη της την αγάπη, όλη της την στέρηση. Σε εκείνον μιλά, από εκείνον γυρεύει μια απόκριση καθώς το επονομαζόμενο και δήγμα του ενδόμυχου την κυριεύει. Στο πένθος της συμμετέχει με την ψυχή και με το σώμα.
Μια τέτοια πέτρα, γαλάζια ή πάλι απολύτως συνηθισμένη μα σε φόντο μπλε βρήκα και εγώ. Μια άλλη πέτρα, δική μου και μυστική με έναν ήλιο ψηλά, μπλε και εκείνον, μετέωρο, της πιο μικρής ώρας ήλιο. Μου την χάρισε ο Διονύσης Μαρίνος που και εκείνος όπως και εγώ διαθέτει ένα δικό του στενό, πίσω από τα θηριώδη κτίσματα, μια αυλή εσωτερική σαν εκείνες που ζωγράφισε πριν από χρόνια ο αυτόχειρας Γεώργιος Β. Μακρής. Την λέει Μπλε Ήλιο, την αφήνει να στεγνώνει στο Μεταίχμιο του χρόνου που λιγοστεύει και όλο μας επισημαίνει την καταιγιστική και ακατόρθωτη πορεία του. Είναι μια πέτρα σαν εκείνη της Περσίδας πρωταγωνίστριας, μια πέτρα σαν όλες τις άλλες που όμως μπορεί και μας μορφώνει. Πρόκειται για λέξεις διασωθείσες από την ωραία ποίηση, αγωνιζόμενες σε καιρούς αλαργινούς. Επάνω της έχουν γραφεί το όνομα ενός κοριτσιού και ενός αγοριού, όχι πάνω από είκοσι χρονών. Έκτοτε οι ηλικίες παγώσανε και οι προσευχές σωπάσανε. Μα η πέτρα δεν λησμόνησε ποτέ τι σόι πράγμα είναι τούτες οι ασκήσεις, οι σιωπές και οι εμπνεύσεις. Και ήταν τότε που εφηύρε τον τρόπο για να αφηγηθεί την ιστορία της. Όλα τα αποκάλυψε σε μια ταλαντούχα ψυχή και η τελευταία έπλασε μια ποιητική σκηνή, μοιράζοντας τους ρόλους σε τούτο το μυθιστόρημα της ζωής, κάτω από το νοσταλγικό και ήμερο φως του Διονύση Μαρίνου. Ήταν το ζητούμενο της αξιοπρέπειας, της αγάπης το ελάχιστο, της νιότης το ανεπίστρεπτο που έκρυβε εντός της η πέτρα. Ο Διονύσης Μαρίνος διέθεσε ονόματα στα πράγματα, υπολόγισε πόση ποίηση χρειάζεται η αναμέτρηση του ανθρώπου με τον Θεό και την αρρώστια και έστησε την ιστορία του. Μια ιστορία σαν όλες τις άλλες που γράφονται στα δωμάτια των νοσοκομείων, με τοίχους όλο λάδια βγαλμένα από την πιο κακή απομίμηση του σαπφείρινου του Γκωγκέν.
Η πέτρα μίλησε.
«Η Μαριάννα, μια γυναίκα που απέχει αρκετά από την πρώτη νιότη της βιώνει έναν ισχυρό κλονισμό. Ο άντρας της, ο Γεράσιμος, νοσηλεύεται για μέρες στην ΜΕΘ έπειτα από εγκεφαλικό. Οι πιθανότητες να ζήσει είναι ελάχιστες.
Τι έζησε με τον Γεράσιμο και τι θα μπορούσε να είχε αλλάξει στις αποφάσεις της; Η Μαριάννα κάνει μια πλήρη αναθεώρηση του παρελθόντος της, την στιγμή που το παρόν της αναφλέγεται από την παρουσία του Ιάσονα, ενός νεαρότερου συγγραφέα που βρήκε τον άντρα της να κείτεται στον δρόμο και τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια σχέση μεταξύ τους ή είναι πια πολύ αργά για αγάπη;
Οι άνθρωποι διχάζονται, όλο στοχάζονται και μια χίμαιρα κυνηγούν. Η πέτρα είπε πως η πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα του Δ. Μαρίνου συνιστά και εκείνη μια ψυχή υπομονετική μες στο σκιερό ιερό του παρεκκλησιού της επιθυμίας. Μισή στην μνήμη, μισή στην ζωή η Μαριάννα η σεμνή και συμπονετική Μαριάννα της κάθε εποποιίας άστεγη από την αγάπη, χτυπά το μέτωπό της πάνω στο τείχος της εποχής, των επιταγών της που επιβάλλουν το πώς και το γιατί του ανθρώπινου φερσίματος. Μια Μαριάννα αποδυναμωμένη από τον έρωτα και από την μοναξιά, ένα τρυφερό ισοδύναμο της Κυρίας Κούλας που μας κληροδότησε ο αλησμόνητος Μένης Κουμανταράς στην ανεπανάληπτη νουβέλα του. Καλά βαλμένη στην σταθερή τροχιά που μας επιφυλάσσει η ζωή η Μαριάννα του Διονύση Μαρίνου κρατά την ομορφιά της ανέγγιχτη και βυθισμένη, γράφει με την ψυχή της λέξη προς λέξη το μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, γυρεύοντας λίγη από την ποίηση που ξοδεύτηκε μες στα ορόσημα της νεότητας. Η Μαριάννα βούλιαξε νωρίς μες στην συνήθεια και τώρα εμπρός στην δική της πέτρα γεμίζει τις σελίδες ενός βιβλίου δίχως απαντήσεις, ενός ατέλειωτου μυθιστορήματος. Το αλλοτινό της πρόσωπο που είχε την φρεσκάδα του μήλου κοιτάζει τώρα την κάμερα του Δ. Μαρίνου και λάμπει ολόκληρο από ομορφιά και εγκαρτέρηση, μια ζωντανή ζωοφόρος με χαραγμένες επάνω της μονότονες εποχές αγρανάπαυσης.
Κανείς δεν γνωρίζει για την πέτρα μου. Όπως κανείς δεν γνωρίζει για το όνειρο που περνά από τον ύπνο όλων μας. Μονάχα κάθε τόσο, φωνές γεμάτες ροπή ποιητική και επιδεξιότητα μυθιστορηματική μαντεύουν την ώρα της μεγάλης λύπης. Και αφήνουν ένα σινιάλο πως κάπου κοντά οι ιστορίες ξαναζούν, σινιάλο όπως εκείνο με τα καθρεφτάκια που κράτησε ζωντανή μια ολόκληρη, αμερικανική γενιά, πλασμένη για τους δρόμους.
Η δική μου η πέτρα διαθέτει τις πιο σπάνιες αποχρώσεις. Κάτι σαν εξώφυλλο διά χειρός Σάκη Στριτσίδη. Φαντάζει ελαφρύτερη και από τα εκατό, πολύτιμα γραμμάρια του χαρτιού chamois που φιλοξενεί την ιστορία της νέας έκδοσης του Μεταιχμίου. Τα χρώματά της βασιλεύουν, οι σκιές ποντίζονται μες στην ματαιότητα της καθημερινότητας που ο Διονύσης Μαρίνος και ο Μπλε Ήλιος του κάνουν τραγούδι υπέροχο στα χείλη κάποιας Μαριάννας.
Πόσο θα΄θελα και εγώ τώρα έναν τέτοιο ήλιο να σηκωθεί μες στο γαλάζιο μου στενό. Μα είναι αρκετή και η νύχτα, όμορφη και ξεχωριστή με ένα σωρό άστρα να βαδίζουν την ατέρμονη πορεία τους. Και με ένα βιβλίο για φυλαχτό. Είναι αρκετά τόσων πόθων μνήματα, τόση ακατόρθωτη φυσικότητα, σαν αυτήν που μας ανταποδίδεται μέσα από τις σελίδες του Μπλε Ήλιου. Από τον Διονύση Μαρίνο και τις εκδόσεις του Μεταιχμίου.
Απόστολος Θηβαίος