[…είναι ώρες
Που δεν φτάνει ο Θεός
Που χρειάζεται
Η φωνή της Νίνου
Της ομορφιάς της
Το σπάνιο συναπάντημα…]
Σημείωμα για την Μαρίκα Νίνου
Θα ΄χε μεσημεριάσει όταν φανήκανε οι άνθρωποι του συνεργείου. Διέθεταν αποφασιστικότητα και εκτελούσαν τα καθήκοντά τους με σύνεση και σοβαρότητα. Άλλος στην μεγαφωνική εγκατάσταση και μερικοί άλλοι που στερεώνουν το παλκοσένικο. Δυο από αυτούς, θαρρώ οι νεότεροι κρεμούσαν τα πολύχρωμα λαμπιόνια. Αμέσως ανασύρανε στο νου μου μερικές σπάνιες εικόνες καλοκαιριού. Νομίζω κιόλας πως φύσηξε μια αύρα θαλασσινή και ασυναίσθητα ανασηκώθηκα από την γνώριμη θέση μου.
Οι άνθρωποι του συνεργείου εξαφανίστηκαν απροειδοποίητα, ακριβώς όπως είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην σκηνή του γαλάζιου μου στενού. Μάζεψαν τα εργαλεία τους, χαιρετηθήκανε σφίγγοντας τα χέρια και ριχτήκανε στην πόλη. Τώρα πια με αφήσανε ολομόναχο με εκείνο το πάλκο το αδειανό. Ο αέρας που σηκώθηκε έκανε τα λαμπιόνια να ριγήσουν, μα τούτα είναι πράγματα μικρά που οι άνθρωποι δεν προσέχουν. Έβαφε η νύχτα τα σπίτια και τους δρόμους, όλο σκιές τώρα πια και μια άνοιξη ντροπιασμένη. Ο κόσμος είχε πια χάσει τον ρυθμό του τον εσωτερικό και τα όργανα τα ακουμπισμένα πάνω στο πάλκο κρατούσαν τις νότες τους επτασφράγιστο μυστικό.
Περί την δεκάτη βραδινή, όταν πίστεψα πως όλα είχαν τελειώσει, σηκώθηκα και κοίταξα το φεγγάρι το ξαπλωμένο. Κόκκινος σχιστόλιθος καρφιτσωμένος στο στερέωμα, αυτό και τίποτε άλλο. Τότε λοιπόν φάνηκε από το βάθος του γαλάζιου μου στενού μια φιγούρα γυναικεία. Φορούσε κατάμαυρο, θαμπό φουστάνι και λουστρίνια. Με προσπέρασε και τράβηξε κατά το πάλκο. Κάθισε στο μέσον της ορχήστρας που παρέμενε άφαντη και άναψε ένα σέρτικο, έτσι για να σκοτώσει την ώρα της. Όλα μιλούσαν γλαφυρά για εκείνη. Έπειτα το φεγγάρι κύλησε και άλλαξε θέση. Όλα έπαιρναν τον μοιραίο τους δρόμο.
Η γυναίκα πάνω στο πάλκο είπε ένα ρεφραίν, έτσι δίχως όργανα, βασισμένη μονάχα στο ίσο που κρατεί η αιωνιότητα για τα καλύτερα παιδιά της. Ακούσανε τα αδέσποτα και φθάσανε από όλους τους δρόμους, κρατώντας την ζωή τους με τα δόντια. Θυμήθηκα εκείνο τον μύθο της Παλαιάς Διαθήκης με τον προφήτη και τα λιοντάρια που στάθηκαν στο κατόπι του με παρέμβαση θεϊκή. Μα τούτος ο καιρός είναι αμαρτωλός, όλο πλάνη και άσχημο μακιγιάζ. Πίσω από το μοντέρνο βιμπραφόν δεσπόζει μια φωνή λαϊκή και ετοιμόρροπη. Κάτι τέτοιες νύχτες είναι καλύτερα να αφήσεις τα αθροίσματα στην άκρη. Κάτι τέτοιες νύχτες η πόλη μου γεμίζει ανθρώπους καθεδρικούς που τα βάζουν με την μοίρα και τον Θεό. Στ΄ανάμεσα από ένα τους δάκρυ χωρούνε οι στίχοι και τα λαμπιόνια που ανεμίζουν κάτω από ανεξίτηλους καιρούς.
Τότε ήταν που φανήκανε οι οργανοπαίχτες από το βάθος του δρόμου. Έρχονταν από μια άλλη κατεύθυνση, φορώντας καλοκαιρινά πουκαμισάκια. Όλοι τους φίλησαν το χέρι της τραγουδίστριας και έπειτα πήραν να κουρδίζουν τις χορδές. Είχαν χτενισμένα τα μαλλιά τους, θύμιζαν σπίτια που έχουν χάσει πια τον ίσκιο τους και αδέσποτα γυρνούν στις παλιές τους γειτονιές. Η ορχήστρα πήρε να κελαηδά και η τραγουδίστρια βασιζόταν ολόκληρη σε μια τελετή μυστική και ανομολόγητη.
Πάμε Μαρίκα, φώναξε ένας από την ορχήστρα και εκείνη δωρική, βγαλμένη από τους Δελφούς και τις συνοικίες τις πιο λαϊκές κρατούσε ένα ανομολόγητο ίσο. Είπα, έτσι θα έμοιαζαν οι θεοί της Ελλάδος και άναψα το τσιγάρο μου. Η τραγουδίστρια ερμήνευε το ένα μετά το άλλο τα μεγάλα της τραγούδια. Κανείς δεν ζούσε τότε και οι φωνές είχαν χάσει την έντασή τους. Αντίκρισα το ανόθευτο, λαϊκό στοιχείο που φέγγει μες στον κάλπικο τον ντουνιά. Ανακάλεσα ρυθμικά μοτίβο, εκφραστικές εκδοχές που γεννούν το άγραφο, το άμετρο. Γύρεψα να μάθω τον τρόπο με τον οποίο η ψηφίδα της λαϊκής βιογραφίας μας, παραδίδει την ζωή στο ειλικρινέστερο μέγεθός της, απαλλαγμένη από τον λόγο και την κίνηση.
Η Μαρίκα τραγουδούσε και από κάτω όλα είχαν ανακτήσει την ονειρώδη τους υφή, έτσι που να νομίζεις πως από στιγμή σε στιγμή το πάλκο, τα λαμπιόνια, η Μαρίκα, οι ορχήστρες, ο κόσμος ολόκληρος θα δώσει μια και θα φτερουγίσει κατά εκεί που λέει η καρδιά. Έτσι χάθηκαν πόλεις ολόκληρες μες στους αιώνες αφήνοντας πίσω τους ανεξήγητα θρυμματισμένο γυαλί και κατεστραμμένα χτίσματα.
Στο τέλος εκείνων των τραγουδιών χειροκρότησα με θέρμη και μυστική ικανοποίηση. Και μια δόση πικρίας επειδή όλα τα είχα φανταστεί. Και το πάλκο και τους μουσικούς και τα λαμπιόνια που χορεύουν μες στον άνεμο και εμένα τον ίδιο που δεν γνωρίζω πια το πώς και το γιατί της ύπαρξής μου. Ώσπου να τελειώσει το χειροκρότημα, είχε κιόλας γυρίσει ο τροχός του κόσμου.
Στο απέναντι μαγαζί ηλεκτρικών ειδών παίζουν αδιάκοπα προβοκατόρικες σκηνές από τον πόλεμο που θα τελειώσει νωρίτερα από όσα έχεις φανταστεί. Γέμισε ο ουρανός με κηροστάτες ασημένιους να ξεπλένουν τα μαλλιά της Βερενίκης. Και εγώ απέμεινα τόσο μόνος, έχοντας στην καρδιά μου εκείνο το φοβερό ού φοβηθήση από φόβου νυχτερινό που αποκαλύπτεται μονάχα στους τυχερούς και τους πλάνητες.
Μονάχα η Μαρίκα Νίνου παρέμενε πιο αληθινή από ποτέ, έτσι όπως ξεμάκραινε, σαν τις παζολινικές Μαντόνες που τραβούν κατά το θυσιαστήριο. Την είδα που χανόταν μες στην υγρή, νυχτερινή ομίχλη, είδα το παγωμένο χιόνι πάνω στα μαλλιά της. Η Μαρίκα πήρε ένα μονοπάτι και χάθηκε για πάντα, τέχνη ζωντανή, γαρδένια δροσάτη, έτσι όπως το ΄πε ο Μίχος Δαμιραλίς δεκαετίες πίσω.
Η Μαρίκα έφερε τριάντα τρεις στροφές και όλα τα πήρε δικά της σαρώνοντας δέντρα, φύλλα ριγμένα, δρόμους, κιονόκρανα, σαλόνια και αναμνήσεις. Επί των ημερών της χρηματοδότησε όσο ελάχιστοι αυτό το περιβόητο, ελληνικό τραγούδι. Και έτσι σήμερα κατέχει μια θέση υψηλότερη, καταταγμένη ανάμεσα στους πρωθιερείς με τον τραγικό αισθησιασμό και το μεράκι το λαϊκότροπο. Κάποτε ήπιε το ακριβότερο πιοτό και χάθηκε γλιστρώντας μέσα από τον θριγκό του καιρού. Έτσι όλα τελειώσανε.