Αν πρέπει να συμφωνήσουμε με τον κριτικό και ποιητή Παναγιώτη Νικολαΐδη αν ο Κώστας Βασιλείου «είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της λεγόμενης γενιάς της Ανεξαρτησίας ή αλλιώς γενιάς του 1960, αλλά και γενικότερα της σύγχρονης μας ποίησης» είναι αναγκαίο να προηγηθεί μια αναλυτική κριτική σκιαγράφηση του ποιητικού προϊόντος του Κώστα Βασιλείου.
Ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό της ποίησης του κ. Βασιλείου είναι ο σατιρικός τρόπος γραφής του ο οποίος συνοδεύεται από μια σαρκαστική διάθεση με άφθονη τη χρήση της βωμολοχίας. Σχεδόν με όλα τα ζητήματα τα οποία καταπιάνεται εντοπίζεται αυτό το τρίπτυχο της σάτιρας, του σαρκασμού και των βωμολοχιών. Ένα τρίπτυχο το οποίο αδυνατεί να συνδιαλεχθεί κριτικά με τον παραδοσιακό αντίστοιχο τρόπο γραφής κι εξασθενεί στον διδακτισμό και την επιτηδευμένη λεκτική πρόκληση αμηχανίας. Η σατιρικότητα με τη χρήση της βωμολοχίας στην ποίηση του κ. Βασιλείου είναι κατεξοχήν μια συνέχεια των παραδοσιακών κυπριακών «μυλλομένων» διατηρώντας και προσφέροντας στον αναγνώστη μια στείρα και μονότονη ποιητική γραφή. Η βωμολοχική χρήση του λόγου θυμίζει περισσότερο εκφραστικά απωθημένα παρά μορφή αντισυμβατικότητας. Η λεκτική ελευθερία στη συγκεκριμένη περίπτωση δυστυχώς εγκλωβίζεται στη «μυλλωμένη» ποιητική παράδοση αγγίζοντας τα όρια του γραφικού. Ο βασικός όμως πυρήνας της ποιητικής παραγωγής του Κώστα Βασιλείου δεν είναι προφανώς ο τρόπος γραφής του ή τεχνική του αλλά η ξεκάθαρη πολιτική του τοποθέτηση. Η ποίηση του γίνεται ένας εκφραστικός μηχανισμός ο οποίος παράγει έναν κατεξοχήν σοβινιστικό και εθνικιστικό παροξυσμό. Παράγει μια εθνικιστική ποίηση συνοδευόμενη μ’ ένα παλαιού τύπου εκκλησιαστικό συντηρητισμό οικοδομώντας μια προκλητικά πολιτική στάση. Η σάτιρα, ο σαρκασμός, η ειρωνεία και οι βωμολοχίες σε συνδυασμό με την εμμονική εθνικιστική πολιτική του τοποθέτηση υπερβαίνουν τα όρια του λογοτεχνικού σεβασμού που απαιτεί να έχει ο ποιητής προς στον αναγνώστη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά παρουσιάζοντας μερικά ενδεικτικά παραδείγματα της εθνικιστικής και σοβινιστικής ποίησής του. Θα επισημάνω μερικά παραδείγματα από τις συλλογές «Το Ίλαντρον, 2000», «Η Θκειά μας η Γιουγκοσλαβία, 2009» και το «Pieta, 2015» προσπαθώντας να καταδείξω την εθνικιστικά εμποτισμένη ποιητική παραγωγή του ποιητή. Το πεζό Το Ασσιχτίρ από τη συλλογή «Το Ίλαντρον» είναι ενδεικτικό μιας συντηρητικής αντιδραστικότητας λόγω του ότι ο Κύπριος δεν αναγνωρίζεται ως αντάξιος της ελληνικής, ιστορικής συνείδησης ή με άλλα λόγια ως ένας Έλληνας. Η γραφή του συγκεκριμένου πεζού θυμίζει την ιστορική πίκρα ενός εθνικιστή και σοβινιστή όπου ως Κύπριος δεν αναγνωρίζεται περισσότερο Έλληνας από τους ίδιους τους Έλληνες. Στο πεζό ο κ. Βασιλείου με θράσος αναθεματίζει τους Έλληνες ποιητές απευθύνοντάς τους τον λόγο με το «εβαρβαρίσετε τα ρωμαίκα». Το πιο κάτω απόσπασμα αντιπροσωπεύει επαρκώς αυτήν ακριβώς την εθνικιστική πίκρα:
«…Ασσιχτίρ Σεφέρη, ασσιχτίρ Ελύτη, ασσιχτίρ Ρίτσο ή αξινόστραφα αν προαιρείστε, Ασσιχτίρ Ρίτσο ασσιχτίρ Ελύτη, ασσιχτίρ Σεφέρη, για τον καθένα χωριστά τζιαι για τους τρεις, με κεφαλαία ΑΣΣΙΧΤΙΡ εν πάση περιπτώσει, που έσιει τώρα τζιαι τρία κάρτα του αιώνα πον’ κάμνετε τίποτες άλλον ειμή να μας δασκαλεύκετε στον ραγιαδασμόν σε ξένα έθνη· Έλληνες είμαστιν, λαλείτε, τζιαι ως Έλληνες ωφείλουμεν να καλλιεργούμεν τα ελληνικά όπως καλλιεργούμεν εις την εκκλησία τους πεθαμένους μας… »
Για τον κ. Βασιλείου οι Ρίτσος, Σεφέρης και Ελύτης πήραν «ξένα» βραβεία προδίδοντας μάλλον για τον ίδιο τον ποιητή τον πνεύμα του ελληνισμού: «μα εσάς εδώκαν σας βραβεία, εθνικά τζαι διεθνικά, μαρξιστικά τζιαι καπιταλιστικά…». Πέρα δηλαδή της ειρωνικής και σαρκαστικής γραφής του ο κ. Βασιλείου επιζητεί με αρκετά επιτακτικό τόνο το «βραβείον» του Έλληνα στους πραγματικούς Έλληνες: «… πούν’ το βραβείον του Παλληκαρίδη, του Γληόρη Αυξεντίου τζιαι Παύλου Τελώνη;» Για τον ποιητή οι πραγματικοί Έλληνες, όσον αφορά τους κύπριους, είναι εκείνοι που χάνουν ακόμα και τη ζωή τους για να υψώσουν ψηλά το λάβαρο ή μάλλον τον πυρσό του εθνικιστικού συνθήματος «Η Κύπρος είναι Ελληνική». Από την ίδια συλλογή, απόσπασμα από το πεζό Ο Λιονταρής ο Μασιαιράς, ενδεικνύεται ως ένα παράδειγμα του εκκλησιαστικού συντηρητισμού της ποίησης του κ. Βασιλείου. Ο συγκεκριμένος συντηρητισμός αγγίζει τα όρια του θρησκευτικού φανατισμού, αν σκεφτεί κανείς ότι στην Κύπρο υπάρχει ως υπόσταση και η μουσουλμανική κουλτούρα κάτι που ο ποιητής θέλει να ξεχνά: «… στέκει τζαι η Ορθοδοξία μου, η άμωμη η Χριστιανοσύνη: στέκουν ρωμιοί που ρεμπελιάζουν, στέκουσιν τα ρωμαίκα μου τα ζωντανά, τα τζιυπριώτικα, στέκει δοξάζω σε Θεέ μου η Ρωμιοσύνη – ευκαριστώ Θκειε Πετρή, Άξιον το προσκύνημαν σου Λιονταρή.»
Η προσπάθεια του κ. Βασιλείου να εκφράσει την πολιτική του απόσταση από τη Δεξιά και την Αριστερά συντάσσει μια ολόκληρη ποιητική συλλογή. Στην Εισαγωγή της συγκεκριμένης συλλογής «Pieta 2015», γραμμένη το 2010, ο Κώστας Χατζηγεωργίου μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι «στο Pieta όλα τα ποιήματα κινούνται μέσα σ’ αυτό το διπολικό σχήμα απέναντι στο οποίο προσδιορίζονται με πολλή ευκρίνεια οι ταυτότητες του Ριμαχό και του Ριμάχο. Έτσι ιδεολογικά ο Ριμαχό ταυτίζεται με τη δεξιά και ο Ριμάχο με την αριστερά. […] στρέφει τα βέλη της σάτιρας και της κριτικής ενάντια και στις δυο πλευρές. […] καταλυτικό ρόλο παίζει Ριμαχόνα […] είναι φανερό ότι την ταυτίζει με την Κύπρο. Είναι η φωνή της Κύπρου και κατ’ επέκταση η φωνή του ιδίου.» Αν και προσπαθεί ο ποιητής να θέσει μια πολιτική απόσταση, αντιπροσωπεύοντας υποτίθεται ένα ανεξάρτητο πνεύμα, στην πραγματικότητα είναι παραπλανητική ως προς την πολιτική της εγκυρότητα. Συγκεκριμένα, η απόσταση είναι εμποτισμένη από έναν αντικομουνισμό επενδυμένο μ’ ένα εθνικιστικό παραλήρημα παρά μια αμιγής ποιητική παραγωγή ή τουλάχιστον μια προοδευτική πολιτική στάση. Για να τεκμηριωθεί η συγκεκριμένη θέση ως έγκυρη το ίδιο το ποίημα γίνεται το τεκμήριο εκείνο δια του λόγου το αληθές. Στο Η Κοκκινοσκουφίτσα και το δικέφαλο τέρας από τη συλλογή «Pieta 2015» διαβάζουμε:
«Φωτιά στα κόκκινα, φωτιά
Πάλα, τσεκούρι και μαχαίρι,
Ξέσπασε κατακόκκινος ο Ριμαχό
Μόλις αντίκρισε τη Ριμαχόνα ολοκόκκινη
Πού τα λευκά και τα γαλάζια
Πού τα γαλανόλευκα
Πού τα θαλασσινά και τα επουράνια
Τ’ αγνά και τ’ άχραντα – ολοκόκκινα,
Κόκκινα χείλη
Κόκκινο φουστάνι
Κόκκινα νύχια
Και να βγαίνει στο σεργιάνι
Αγκαζέ με ένα θεομπαίχτη
Το Ριμάχο, μ’ αν είν’ έτσι
Καλύτερα το μισοφέγγαρο
Παρά το σφυροδρέπανο.
Πόσες φορές να σου το πω
Φεγγάρι μου, του είπε η Ριμαχόνα
Παίρνοντας τον και κείνον αγκαζέ
Να μην κοιτάς τι βάζω απ’ έξω, από μέσα
Το βρακί μου είν’ ελληνικό
Η ζώνη της αγνότητας μου χριστιανική
Και το πουλί το ψοφοπούλι μου δικέφαλο
Ελληνοχριστιανικό.»
Ο ποιητής φαίνεται ότι το «βρακί» της «Ριμαχόνα», δηλαδή η πιο βαθιά υπόσταση της Κύπρου, όχι απλά είναι ελληνική αλλά είναι και αγνά ελληνοχριστιανική. Στην Εισαγωγή ο Κώστας Χατζηγεωργίου σωστά ισχυρίζεται ότι η «Ριμαχόνα» είναι η φωνή της Κύπρου και κατ’ επέκταση η φωνή του ιδίου. Η φωνή του ίδιου όμως δεν εκφράζεται αποκλειστικά από τη «Ριμαχόνα» αλλά εντοπίζεται και στον «Ριμαχό». Με άλλα λόγια, ο ποιητής αποτυπώνει μια διφωνία εκφρασμένη από τη μια ως ένα γαλανόλευκο λάβαρο και από την άλλη ως έναν πυρσό έτοιμο από καιρό για την επικείμενη επίθεση. Ο ποιητής βρίσκει με το εθνικιστικό θράσος του το δικαίωμα να τοποθετεί τον εαυτό του στο ιστορικό γίγνεσθαι υποφέροντας το βάρος μιας ιστορικής συλλογικότητας διατυμπανίζοντας την πολιτισμική της υπεροχή. Όταν λοιπόν η φωνή του ποιητή φωνάζει:
«Καλύτερα το μισοφέγγαρο
Παρά το σφυροδρέπανο»
δεν κάνει τίποτα περισσότερο παρά να εσωτερικεύει στη «Ριμαχόνα» την επιβολή στη συνείδηση της δικοινοτικής υπόστασης του κυπριακού λαού ένα βρακί που είναι ελληνικό – «Το βρακί μου είν’ ελληνικό». Ο κ. Νικολαΐδης εντοπίζει και καταγράφει κάτι πολύ σημαντικό στην ανάλυσή του υπό τον τίτλο Η ανατρεπτική στροφή του Κώστα Βασιλείου στην κυπριακή διάλεκτο. Ισχυρίζεται ο κ. Νικολαΐδης λοιπόν ότι ο θάνατος του Σολωμού Σολωμού και Τάσου Ισαάκ πυροδότησε και αφύπνισε τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στην ποίηση του Κώστα Βασιλείου. «Κάτω από τη δραματική πίεση της ίδιας της ιστορίας…». Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος η ποίηση του εκφράζει τη θυσία τους η οποία εξασφάλισε «ως μέσα από μια έκλαμψη την εθνική μας αυτογνωσία…». Μια αυτογνωσία η οποία χρησιμοποιεί την κυπριακή γλωσσική ποικιλία ως πρόφαση όχι για να γνωστοποιήσει κάποια «θυσία» αλλά για να προστατέψει τη φανατικά αυθόρμητη και απερίσκεπτη πράξη από την ιστορική της καταδίκη. Ο ποιητής είτε γράφει στην κυπριακή γλωσσική ποικιλία είτε στην Κοινή Νέα Ελληνική εκφράζει έναν ξεκάθαρα φασιστικό λόγο. Για παράδειγμα, το φασιστικό λογύδριο στο κείμενο Κάτι Κείμενα από το «Η Θκειά μας, η Γιουγκοσλαβία» χρησιμοποιεί εσκεμμένα έχω την πεποίθηση την κυπριακή γλωσσική ποικιλία μόνο για να επικυρώσει την ένταξή της στην ελληνική εθνικιστική αυτογνωσία:
«Τζιείνος με τον Μακάριον αννοίξασιν το μνήμαν μας το ’59 με την
Ζυρίχην, τζιείνος με τον Μακάριον έθαψαν μας το ’74, που κακόν
ψόφον να ‘χουν, όπως τζι είχαν. Αν μ’ έννεν άλλον ο Σαμψών, οχτώ
μερόνυχτα που τον αφήκασιν τζιαι τζιείνον πόσα να προλάβει,
είσιεν τζιαι τους χουντοφασίστες του Μακάριου πάνω στην τζιε-
φαλήν του, έχασεν μόνον την Τζιερύνειαν τζιαι πεντέξι χωρκούδκια
κατάυρα, κάτι Πηαίννια, κάτι Καραβάδες, κάτι Λάμπουσες –
ψιλοπράματα.»
Το ουσιαστικό στη λογοτεχνία δεν έγκειται σε ποιά γλώσσα είναι γραμμένη αλλά αυτό που
κατατίθεται να κατορθώνει να τοποθετεί τον αναγνώστη στο βάθρο της αξιοπρέπειας. Η βασική αρχή της λογοτεχνίας δεν πρέπει να ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά εδώ στη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε άλλο παρά συμβαίνει αυτό. Η έκφραση «Αν μ’ έννεν άλλον ο Σαμψών» ξεπερνάει αδιαμφισβήτητα τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επειδή υποτάσσεται ανοιχτά πλέον στην αποδοχή του φασισμού.
Η ποίηση του Κώστα Βασιλείου προσφέρει τόση έκταση εθνικιστικής έξαρσης χωρίς ν’ αφήνει χώρο στην ποιητική του δεινότητα. Επιτυγχάνει με άνεση, λόγω της απουσίας ουσιαστικής κριτικής, να καταγράφεται η ποίησή του στη συνείδηση του αναγνώστη κάτι που είναι ποιητικά και πολιτικά πανανθρώπινο. Ο σοβινισμός στα γραφόμενά του συγκαλύπτεται από μια συνεχή ποιητική τροφοδότηση ενός υποτιθέμενου υγιούς εθνικού φρονήματος και μιας θρησκευτικής κατάνυξης. Το συγκεκριμένο καμουφλάρισμα εντοπίζεται και στη σύγχρονη ελληνοκυπριακή ποίηση η οποία απ’ ότι φαίνεται έχει βαθιές ρίζες και στέρεα θεμέλια για να εκφράζεται χωρίς καμιά ποιητική περίσκεψη. Αν χρειάζεται λοιπόν να ρωτηθούμε ξανά αν απαιτείται να συμφωνήσουμε με τον κ. Παναγιώτη Νικολαΐδη αν ο Κώστας Βασιλείου είναι τελικά «ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της λεγόμενης γενιάς της Ανεξαρτησίας ή αλλιώς γενιάς του 1960, αλλά και γενικότερα της σύγχρονης μας ποίησης» τότε η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι όχι.
Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή Στην Αιχμή του Πάθους του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawiαπό τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο Μαθθαίννω Κυπριακά από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.