[…ο χρόνος προς τον θάνατο
Καταμετράται μόνον…]
Γαλάζιες φαντασμαγορίες
ενός χαρτονένιου ήρωα
Ποιος το ξέρει αν κάτω από το γαλάζιο μου στενό, υπάρχει ένας κόσμος περίκλειστος, ένας κόσμος που προσμένει να αναδειχθεί; Ποιος φαντάζεται πως εδώ ακριβώς που στέκομαι , σε δώδεκα ή περισσότερα μέτρα βάθος υπάρχει ο τάφος μιας έφηβης που έφυγε νωρίς; Ποιος θα μπορούσε να υποθέσει πως κάτω από τούτο το γαλαζωπό στενό μπορεί κανείς να βρει μια μέρα τον τάφο της Αριάδνης και του Αγορακρίτου, την στερνή την κατοικία μιας καρυάτιδας που σκοτώθηκε από έρωτα και την Αίγινα που έπεσε από τον πυρετό και πέθανε στα δεκαπέντε της μόλις χρόνια; Αυτήν την τελευταία θα την έχουν θάψει με όλα της τα παιχνίδια και αν ήταν τυχερή, με ένα στεφάνι όπως τις νύφες στα περιβόλια της Πάτρας. Ίσως να την συντροφεύει μια προσευχή που θα΄χει πια χαλάσει από τον καιρό και με δυσκολία θα διαβάζεται. Η Αίγινα, της Ελευσίνας η κόρη κοιμάται εδώ, ολότελα πλανεμένη και θνητή.
Κανείς δεν το ξέρει αν τάχα κάτω από τα πόδια μου υπάρχουν τοίχοι ζωγραφισμένοι με αιγυπτιακό μπλε, μαξιλάρια σκαλισμένα στην τέφρα, σκαλιστά κεφάλια φιδιών και κόκκινα σκαλοπάτια και γιρλάντες. Και ένα παγωμένο κεφάλι μέδουσας και ένα σωρό μινιατούρες και σκηνές της ομορφιάς. Κανείς δεν το ξέρει, αν όταν γελώ, κάποια ψυχή στα αβαθή της πόλης, πονάει για την χαμένη της ζωή.
Όλες αυτές οι σκέψεις μου προκαλούν κούραση και κλάμα και είναι αλήθεια πως δεν ταιριάζουν καθόλου στους μοντέρνους μπουλβερντιέ που περνούν βιαστικοί και απασχολημένοι. Μα εγώ απόψε ανήκω στην ελληνιστική εποχή, ταξιδεύω κάτω από τις ρεκλάμες που είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα της άσχημης πόλης. Απόψε ανήκω στην ελληνιστική εποχή, έχω μόλις επιστρέψει από την Νάπολη, ο χρόνος πια τίποτε δεν μπορεί να μου κάνει επειδή τόσα και τόσα ορόσημα μέσα του βυθίστηκαν.
Όλοι αυτοί κάτω από τα πόδια μου, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ένας κόσμος ολόκληρος αποκοιμισμένος ουρλιάζει απόψε, όπως τα σκυλιά του Γκαίτε σαν φοβούνται το φεγγάρι.
Θα μπορούσε κανείς να με πει διανοούμενο, αν δεν ήταν το τριμμένο μου πανωφόρι και τα σκονισμένα μου παπούτσια. Θα μπορούσε κανείς να το πει έτσι όπως διχάζομαι απόψε ανάμεσα στην ελληνιστική εποχή και την άλλη που μας καταβροχθίζει μες στο λογικό της χωνευτήρι.
Μην με πείτε γραφικό. Κυρίως επειδή το γραφικό διαθέτει το πιο αιώνιο από τα χρώματα και ίσως έτσι κατάφορα το αδικούσαμε. Και δεν το λέω εγώ, όχι. Μα ένας δάσκαλος παλιός, ένας Άγγελος.
Απόστολος Θηβαίος