Συστήθηκε στην παρέα. Οδυσσέας είπε και οι άλλοι χαμογέλασαν, σκεφτόμενοι ταξίδια και τα ρέστα. Καμιά φορά έρχονται παρέες και περνούν το απόγευμα στο γαλάζιο μου στενό. Οδυσσέας, ξαναείπα και είδα με τον νου μου το τέλος της ιστορίας που διδαχθήκαμε στα θρανία. Μια ραψωδία ακόμη, συλλογίστηκα κρατώντας για τον εαυτό του το γαλάζιο αυτού εδώ του βυθού. Όλα τα φαντάστηκα, το τέλος με την δικαιοσύνη του, τον έρωτα με την νίκη του. Οδυσσέας, συλλογίστηκα και ευθύς εμπρός μου, πίσω από το λεωφορείο που μαρσάριζε βιαστικό, ξεπήδησε το πέλαγο. Παράξενα και γαλάζια που είναι καμιά φορά τα στενά των ανθρώπων.
Σηκώθηκαν αχάραγα. Οι τρεις τους, μεγαλωμένοι πια, αλλαγμένοι. Όμως το χρέος είναι χρέος, είπαν και έσυραν τα βήματά τους ως το λιμάνι. Ο ήλιος σηκωνόταν, ένας αρχαίος ήλιος, ένα λάβαρο υψωμένο στους πόντους. Έλυσαν τα πανιά και πήραν τις θέσεις τους πάνω στο κατάστρωμα. Θα ΄χαν πια τραβηχτεί ογδόντα και βάλε μίλια από την ακτή και εμπρός τους υψωνόταν εκείνο το αρχαίο το Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε που ανέφερε ο Στράβων. Ο Τηλέμαχος με τα παλιά, τα αμυγδαλωτά του μάτια όριζε τις τύχες αυτού εδώ του καραβιού. Αν θέλεις να το ονειρευτείς κοίταξε εκείνη την αναπαράσταση στο περίφημο βάζο των σειρήνων που αποκαλύπτει ολάκερη την ιστορία.
Ο γέρος δάκρυζε μα είχε το άλλοθι του ανέμου. Από τους γκρεμούς ερχόταν μια μνήμη σχίνου και ασφάκα. Εδώ πολύ αργότερα, έλαβε χώρα εκείνος ο φοβερός ο στίχος των ασπαλάθων. Ο γέρος βούρκωνε μα ώρα την ώρα έβρισκε ξανά τις παλιές του συνήθειες. Ο τρίτος ζύγιαζε τα εφόδια στ΄αμπάρι και γέμιζε τα φλασκιά των ανδρών. Κοστίζουν μια περιουσία ολόκληρη οι άξιοι και οι πιστοί ναύτες και ο Τηλέμαχος, με στάχτες ένδοξες επάνω στα μαλλιά και στην προσωπίδα ευχαριστεί τους θεούς για την καλή τους τύχη.
Μονάχα ο γέρος δεν μιλά και ώρα την ώρα παίρνει την όψη της θάλασσας. Δεν ήταν άνθρωπος, μισός θεός, μισός σκαρί αγάπησε και πόνεσε. Και όσο και αν πλανήθηκε δεν την λησμόνησε. Για αυτό και έστησε τούτο εδώ το ταξίδι. Τον δρόμο τον ξέρει καλύτερα και από το όνομά του μα τρέμει τον καιρό που ξέρει πως κανείς θεός δεν τον ορίζει.
Εμπρός τραβούν κοπαδιαστά τα κήτη που δείχνουν στο πλήρωμα τον δρόμο. Αν μπορούσες να ακούσεις, ψιθυρίζουν το όνομά του. Γεια σου Οδυσσέα, του ταξιδιού ασκητή και της λαγνείας. Είπε το όνομά της τρεις φορές, σαν παράκληση και έφερε τα χρόνια τα δικά τους ξανά στον κόσμο τον απάνω. Για το υπεράνθρωπο θέαμα του ευτυχισμένου παραδείσου αξίζει ο κίνδυνος αυτού εδώ του ταξιδιού.
Σώπαιναν τώρα και ο άνεμος έπεφτε. Και από τον νοτιά ερχόταν η αίσθηση μιας θερμής και ανίκητης ζωής. Εκείνης των Κρητών που ξεπήδησαν από το χώμα, όπως οι εποχές και των αγαλμάτων οι κόχες. Η νύχτα γλύκαινε, το θαύμα ενός κόσμου απλοϊκού και μεγαλειώδους εξελισσόταν εμπρός στα μάτια του πληρώματος. Όλα είχαν πια το πρόσωπο του φεγγαριού, κορίτσια από χρώμα με μάτια βαμμένα από του σπίρτου το αίμα. Όχι, όχι συλλογίστηκε ο γέρος και δέθηκε στα κατάρτια. Επειδή παντού καραδοκεί ο κίνδυνος και η απειλή. Επειδή εκείνος που κάποτε παράφορα αγάπησε εύκολα κάνει κομμάτια την στρωμένη του ζωή. Μα τι αξία να΄χει πια. Το βλέμμα του αδύναμο, τα χέρια του κομμένα, δίχως κουράγιο. Το κρασί που δεν τον ξεδιψά και η θάλασσα που φάνηκε τόσο μικρή, τόσο λίγη.
Λίγο ακόμη, λίγο από τον πνεύμα του ανέμου που όλα τα σαρώνει και θα τα καταφέρουν. Γατζωμένοι στα ρέλια πελαγοδρομούν και ο Τηλέμαχος πιάνει το τραγούδι. Μονάχα τέχνες σαν την αστρονομία και την οιωνοσκοπία μπορούν να προβλέψουν το τέλος ετούτης εδώ της πορείας, μιας τελευταίας ραψωδίας, μιας επιστροφής που θα μπορούσε να αλλάξει κοίτες και ποταμούς. Το πιο βαθύ στοιχείο αυτού του κόσμου που περνά και χάνεται στα νώτα τους, το πιο βαθύ στοιχείο του είναι εκείνοι οι άνθρωποι με τα τόξα τα λυγισμένα που χορεύουν, συνομιλώντας με το άρρητο, γυρεύοντας την δόξα στις μυρτιές και τα φρύγανα και τις φυσικές ντάπιες. Τούτος εδώ ο κόσμος τελειώνει και ο γέρος βρίσκει τώρα το παλιό του θάρρος. Λίγο ακόμη και το κρασί θα μαλακώσει την καρδιά του, μερικά μίλια ακόμη και τα κορίτσια που στολίζουν τους ξένους θα τον συνοδέψουν στην κάμαρή της. Καλυψώ, μονάχα αυτό και τίποτε άλλο θα πουν και η πλάτη της θα γενεί από την αρχή η βιόλα του Ενγκρ, πάνω από τα νερά, πάνω από τα νερά. Καλυψώ, την στιγμή που μια θεά θημωνιάζει τα άστρα στα υποστατικά του μετέωρου νησιού της. Εδώ τα άφησε τα χρόνια τα παλιά ο Οδυσσέας και ο γιος του στο πλάι του σφίγγει το χέρι, κουράγιο πατέρα και ο χημισμός του κυττάρου του φωνάζει το όνομά της. Καλυψώ, Καλυψώ ανάμεσα στα αντίο και την πλάνη του έρωτα, ανάμεσα σε δύσπνοιες και σε αναφιλητά και τον χαλασμό του ανέμου που ξεφτίζει τις ομίχλες. Αν το θες εδώ ξανοίγεται σαν πάντα η Ωγυγία που την κατοικεί μια αγάπη. Ένας έρωτας γεμάτος από τον σπόρο της συμφοράς και του θανάτου και του αποχωρισμού το φάσμα το ανείπωτο.
Ο Τηλέμαχος χάραζε τώρα την πορεία. Ο άλλος αποκοιμιόταν στο κατάστρωμα και ήταν χαμένος στο όνειρό του. Κομμάτια ο χρόνος ο ανθρώπινος την στιγμή που η θεά βγαίνει στο ξέφωτο και ολόκληρο το νησί σαλεύει σαν τα παράξενα τα πλάσματα των βόρειων θαλασσών. Όλα θυμίζουν βράχους και ερημιές και ακρόπρωρα αγαπημένα.
Ο γέρος βγήκε στην ακτή με την μικρή την βάρκα. Είχε πια φθάσει στο σταυροδρόμι της υπόσχεσης που λεν οι θρύλοι. Θα΄ταν μάλλον όνειρο. Και αν όχι, τότε το λιγότερο εκείνη η έκσταση που νιώθουν οι άγγελοι μες στην αίσθηση της ανθρώπινης στιγμής.
Τον είδαν που ξεμάκρυνε και είπαν η Καλυψώ τώρα τον έκανε για πάντα δικό της. Αυτός ο τριγμός που ακούγεται στις δεσιές του κόσμου είναι στα αλήθεια οι όρκοι που ανταλλάζουν στον Καραβέ.
Απόστολος Θηβαίος