Έπεφτε το βάρος και καθόταν. Στο κέντρο του στήθους. Στο τύμπανο της αναπνοής. Κι αντί το τύμπανο να παίζει ρυθμικά, ήρεμα και ρυθμικά, καταλαμβανόταν από μια άρρυθμη αγωνία. Που κάνει τα χέρια να τρέμουν, τη μέση να ζορίζεται και τον σβέρκο να μαγκώνει. Που μαλλιάζει τη γλώσσα και φουσκώνει τους αδένες στον λαιμό. Έτσι, έπεφτε το βάρος επάνω της. Έτσι, καθόταν. Κι όσο αναπαυτικά καθόταν αυτό, τόσο άβολα ένιωθε εκείνη. Στην παρούσα, το γένος είναι αδιάφορο. Και εκείνος ή εκείνο να ήταν, δεν αλλάζει κάτι. Για το ανθρώπινο σώμα πρόκειται, οπότε τα υποκείμενα δεν έχουν σημασία. Αυτό που προσωποποιούν είναι ένα. Με τις ίδιες λειτουργίες, τις ίδιες λαχτάρες, τα ίδια όνειρα. Ασχέτως περιεχομένου. Έπεφτε λοιπόν το βάρος κι εκείνη κουβαλητής απ’ τους λίγους. Με μύες γυμνασμένους, αλλά και ταλαιπωρημένους συνάμα. Και να σου τα χαχαχα και τα όλα καλά, και τα εδώ είμαι εγώ και τα μπουρ μπουρ μπουρ, για να μην μένουν οι κουβέντες ξεκρέμαστες και τα κουτάκια ατακτοποίητα. Τα κουτάκια, τα ραφάκια, κάθε λογής μικρό ή μεγάλο ζήτημα που έπρεπε να λυθεί για τον επιούσιο και τις κοινωνικές τις σχέσεις. Αυτές που παρέχουν τον επιούσιο, αυτές που έτυχαν και κείνες που πέτυχαν, αλλά απέτυχαν στη συνέχεια.
Το βάρος απλωνόταν. Που και που άλλαζε θέση, μαζί με τον καιρό, ανάλογα με τ’ άστρα και τους βιορυθμούς. Πότε το ’νιωθε πιο κάτω, άλλοτε πιο πάνω, αριστερά ή δεξιά. Όταν δε κατάφερνε να τ’ αφήσει, και κοίτα να δεις, τότε που ερχόταν η ευκολία -γιατί ως τέτοια της έμοιαζε-, η ευκολία του να μην το έχει, τότε, βαριόταν. Ζητούσε πάλι πίσω αυτά που δεν μπορούσε να αντέξει, τη δεδομένη ώρα, περίοδο και στιγμή. Ζητούσε πάλι πίσω το βάρος. Ασυνείδητα. Συνειδητά, ήθελε να το ξορκίσει. Να το αφήσει μια και καλή στο διάβα της. Σαν κάτι όμως να την κρατούσε. Ή μάλλον, σαν να ’θελε η ίδια να κρατάει τον εαυτό της. Για να μην καταλαβαίνει τον λόγο που βαριέται, όταν τ’ αφήνει. Αυτό την έτρωγε, παρόλο που αρνιόταν τη διαδικασία της μάθησης. Της μάθησης του εαυτού της. «Καλά να πάθεις», έλεγε μέσα της ανά στιγμές. «Καλά να πάθεις». Τέτοιο ήταν το μαράζι της. Πιο καλά, τόση ήταν η αγάπη που στερούσε από το ίδιο της το σώμα. Κι αυτό το κενό, έγινε αβάσταχτο. Με όλες τις αντιφάσεις, που συνεπάγεται αυτή η κατάσταση. Με το κρέας και το ψάρι μαζί. Στο ίδιο πιάτο. Νηστική.
Ένα πρωινό, πολύ πρωινό, σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι της, πήγε στην κουζίνα και άνοιξε τα ντουλάπια. Έβγαλε όλα τα πιάτα έξω, ένα προς ένα, έβαλε μουσική στη διαπασών και άρχισε να τα σπάει. Σαν κάποιος ναύτης το κορμί της ν’ αμελεί. Χωρίς τον Παπαθεμελή. Η αστυνομία βέβαια, δεν έλειψε από το σκηνικό, καθώς οι γείτονες, δεν ήταν οι θαμώνες κάποιου αφτεράδικου όπως άλλοτε, παρά κάτι μαλάκες συντηρητικοί. Είχε γεμίσει ο τόπος από δαύτους εκείνη την περίοδο. Ο συντηρητισμός και η μαλακία είχαν βαρέσει κόκκινο. Έως και κατακόκκινο, θα μπορούσαμε να πούμε. Κουβέντα στην κουβέντα, το πράγμα ξέφυγε και κατέληξε στο κρατητήριο. Με το σώμα της δέσμιο. Το τύμπανο όμως στο κέντρο του στήθους της έπαιζε ρυθμικά, ήρεμα και ρυθμικά. Και η ευκολία της απώλειας του βάρους που φώλιαζε μέσα της, δεν ήταν πλέον βαρετή. Όχι γιατί έπρεπε να βγει από το κρατητήριο, εκκινώντας τις διαδικασίες με τον δικηγόρο της, όχι. Και όταν βγήκε, αυτό που ονομάσαμε ευκολία για κείνη, δεν της έμοιαζε πια βαρετό. Γιατί μπήκε στη διαδικασία της μάθησης. Μπήκε με τα μπούνια. Για πρώτη της φορά. Έκτοτε, ποτέ ξανά δεν έμεινε απαθής απέναντι στο βάρος. Όσο ποτέ είναι και το πάντα.
*Του ιδίου: Μια ντουζίνα στα δύο, Εκδόσεις Τόπος (2021)