«…Και, τότε, τρέχω να κλειστώ μέσα, σβήνω τα φώτα, αποφεύγω τον κάθε θόρυβο για μην μπορεί τίποτα να κλέψει ούτε ένα ψήγμα απ’ την αιθέρια του βλέμματος σου ουσία, την ατέλειωτη ηδύτητα του, την αγνή συστολή του, την εκλεπτυσμένη σαγήνη του.
Όλη τη νύχτα, με των δαχτύλων τους ρόδινους κόμπους, χαϊδεύω τα μάτια που σ’ αντικρίσανε…»
Alfonsina Storni
[μετάφρ. : Στέργιος Ντέρτσας]
Η Αλφονσίνα δεν ζει πια εδώ. Έφυγε με τις θάλασσες και εκείνοι οι εργάτες που την αναγνώρισαν πλάσματα του βυθού θα ήταν και όχι ψυχές του λιμανιού, λάθεψαν οι μαρτυρίες. Η καρδιά τους θα σκίστηκε καθώς την αντίκριζαν με ασημένιο στέμμα, η τελευταία λέξη στα χείλη της θάλασσας, το τελευταίο μυστικό και η ύστατη απώλεια. Όταν όλα, «Θα γράψω για σένα ένα τραγούδι που όμοιό του ποτέ δεν θα έχει ακουστεί, τ΄ακούς Αλφονσίνα, τ΄ακούς;»
Μα εκείνη έχει πια σκορπίσει, ίσια στο κύμα προελαύνει με ένα άρρωστο στήθος και την κατακόκκινη καρδιά της. Πόσα μυστικά θα πήρε μαζί της η Αλφονσίνα, ονόματα και στίχους και ίσως το πρόσωπο του αγαπημένου της. Πόσα νικήθηκαν μαζί με την Αλφονσίνα, γέλια και χαρές της Μαρ ντε λα Πλάτα αδέσποτες κυμαίνονται στην αστροφεγγιά. Και είναι το άγαλμα της Αλφονσίνα πέτρες και δάκρυα και ποιήματα κλεισμένα σε συρτάρια. Στο τέλος του δικού της αιώνα θα ρίξω ένα φουστάνι στα ανοιχτά να έρθει να ντύσει την πικρή ζωή της. Και όλοι οι παλιάτσοι με τα χαρτονένια πρόσωπα , παραταγμένοι στην ακτή θα πουν δυο λόγια. Μα κανείς τους μήτε και εγώ ο ίδιος θα μπορέσουμε ποτέ να αλλάξουμε το γραμμένο. Εκείνο που θέλει την ζωή στρωμένη με αποχαιρετισμούς, με νεύματα δειλά και αμετάδοτα. Εκείνο που δεν θα ξαναφέρει ποτέ τον χτύπο σου στην πόρτα μου την βραδινή, εκείνο που δίνει ζωή στους σεισμούς και τα μεγάλα πάθη. Το τέλος για τα κορίτσια σαν την Αλφονσίνα το γράφουν πάντα οι βροχές που όλα τα σβήνουν. Το τέλος το γράφουν εκείνα τα τραγικά χαμόγελα, τα σωσμένα από ποια τύχη άραγε, το λένε τα ήσυχα σκοτάδια και οι καταιγίδες που περνούν πέρα στις άγνωστες σφαίρες. Το γράφουν τα έγκατα που γεννούν με ένα τους νεύμα την άνοιξη και ακόμη εκείνες οι άγριες, οι τέλειες φόρμες γεμάτες από νερό θαλασσινό και εξωφρενικά προσόντα.
Στο καλό Αλφονσίνα, μικρή θεά της Μαρ ντε λα Πλάτα που αγαπήθηκες πολύ και μετέλαβες το χειροποίητο σκοτάδι της ζωής. Στο καλό μικρή δαγκωματιά αυτής της βραδιάς, ρόδο μου ρομαντικό με τ΄άγνωρο πρόσωπο. Σαν το θελήσω θα ΄ρθεις κοντά μου Αλφονσίνα, θα το δεις, όπως μας πλησιάζουν ξανά και ξανά τα πράγματα της ζωής τα πιο αγαπημένα, τ΄αντίο , τα μικρά μας ποιήματα. Ώρα σου καλή, αγγελούδι από τερακότα και φθινοπωρινό φεγγάρι.
Η Αλφονσίνα Στόρνι υπήρξε μια σπουδαία ποιήτρια. Γεννήθηκε στην Ελβετία μα σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών επέστρεψε στο Ροζάριο της πατρίδας της. Αργότερα θα κατοικήσει την πόλη των Καλών Ανέμων και θα βρει την ολέθρια μοίρα της, την τόσο τραγική. Η κακοήθεια στο στήθος της που ήδη έχει χειρουργηθεί κάνει την επανεμφάνισή της. Η Αλφονσίνα που κλέβει τις μέρες από τον θάνατο, που χαράζει στο χαρτί την υγρή ομίχλη, διαβαίνει τα κύματα και έτσι, ανέφελη και ωραία πνίγεται στα ανοιχτά. Βούλιαξε και πέθανε νωρίς, σε ηλικία μόλις 27 χρόνων. Σκεπάστηκε με φύκια και πυρετούς και λήθη μα είναι κάτι φορές που η τραγική της βιογραφία επανέρχεται, μια ανταπόκριση από την Μαρ ντε λα Πλάτα. Μια ανταπόκριση που τίποτε δικό της δεν αποκαλύπτει καθώς νιώθει ολοένα και περισσότερο επάνω της το μέγεθος της αιωνιότητας. Η ρυτίδα του θανάτου Αλφονσίνα ποτέ δεν σημαδεύει εκείνους που με σφοδρότητα και ειλικρίνεια κάποτε αγάπησαν αυτήν εδώ την ζωή και καμιά άλλη. Εκείνους που πριν το τέλος ψέλλισαν το ανυπέρβλητο, εκείνο το μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον.
Αυτή λοιπόν είναι η μοιραία ζωή της Αλφονσίνα Στόρνι που βρήκε μια απάντηση πειστική για την τρυφερή και ανόθευτη Μαργαρίτα. Η Αλφονσίνα που περνά από το γαλάζιο μου στενό και αρθρώνει την ατμόσφαιρα μιας ολοκαίνουριας, μα κιόλας παλιάς χρονιάς, όπως το πρόσωπό της στις φωτογραφίες. Εκείνο που έχει πια πεθάνει τόσο πολύ. Και όμως.