Απόστολος Θηβαίος | Συνηθισμένα χρόνια ή Τ΄αντίο του Τζόναθαν

© Vivian Maier)

[…πέρα μακριά διαβαίνουν οι καταιγίδες της τροπόσφαιρας…]

«Γκέμμα», Δ. Λιαντίνης

 

Τακτοποίησε το σπίτι, έβαλε στην θέση τους τα μικροπράγματα που η νύχτα ξεσηκώνει και αφήνει σε σημεία τυχαία, ξένα και απρόσμενα. Έβαλε τα καλά του ρούχα, εκείνα που φορεί όταν θέλει να κάνει καλή εντύπωση. Έκανε τον σταυρό του βγαίνοντας, είπε τρεις φορές καλημέρα σαν να΄θελε να ξορκίσει την κακιά συνήθεια που θέλει τους ανθρώπους σιωπηρούς και απόμακρους όταν ξεκινούν από την αρχή, κάθε πρωί, την φαιδρή ζωή τους. Και έπειτα ξεχύθηκε στην αγορά. Είδε τα πρόσωπα τα χαμογελαστά και είπε αυτός είναι ο κόσμος για να ζει κανείς. Έπειτα πέρασε από την βιτρίνα του ανθοπωλείου και είπε καλημέρα στις τριανταφυλλιές και τα κρίνα και τις γαρουφαλλιές που είχαν επάνω τους όλη την δροσιά του πρωινού και μια ιδέα λύπη, ποιος ξέρει από ποια αιτία. Άλλωστε, τα λουλούδια κρατούν όλα τα μυστικά για τον εαυτό τους και μονάχα προς τον ήλιο τραβούν, λέγοντας προσευχές με τα χείλη των στημόνων και με άλλους τρόπους, μεταφυσικούς και απερίγραπτους.

Το καφενείο ήταν κατάμεστο και τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν. Του είπαν να κάτσει μαζί τους μα εκείνος γυρεύει να περάσει από τις γειτονιές τις πιο γραφικές που έχουν αιώνιο χρώμα και προσόντα εξωφρενικά. Ένας ήλιος πειρατής του ΄κλεισε το μάτι και έπειτα ξανακλείστηκε στον συννεφιασμένο του εαυτό. Κοίταξε το ημερολόγιό του. Μονάχα μερικές ώρες απέμεναν προτού και ετούτη η χρονιά μας αφήσει. Συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του. Εφορία, δόσεις που καθυστέρησαν, τέλη κυκλοφορίας, κάτι παλιά υπόλοιπα που τα ΄χε αμφισβητήσει μα τώρα επιστρέφουν άγρια, σαν ασθένειες. Εμπρός του η θάλασσα η μανιασμένη, πίσω του η πόλη που ώρα την ώρα ντύνεται τον εαυτό της. Εμπρός του τα μεγάλα και ακατόρθωτα ταξίδια και πίσω του το βουβό τέρας με τα χαρτονένια μάτια. Συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του και άρχισε μία προς μία να διαγράφει τις πρωινές δουλειές του. Δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί μαζί τους, όχι πια. Τώρα ήταν η θάλασσα, ένα κορίτσι δίχως φωνή που τραγουδάει σε άλλες συχνότητες, άγνωστες για εκείνον. Ο χρόνος κάθε τόσο σωνόταν και μονάχα με τον θάνατο μπορούσε να αναμετρηθεί. Έτσι είναι και έτσι ήταν πάντα, συλλογίστηκε και κοίταξε τα καλά του ρούχα που ΄χαν ανεξήγητα παλιώσει. Στην βιτρίνα του κλειστού εμπορικού αντίκρισε τον εαυτό του μα δεν τον αναγνώρισε. Κοιτούσε το είδωλό του πίσω από ένα φόντο χιονισμένης απελπισίας και όλα τα καπλάνια είχαν τα μάτια δακρυσμένα. Μα κλαίνε οι κούκλες, αναρωτήθηκε και είδε τότε ένα ξανθό κορίτσι που κανέναν δεν είχε βρει για να την αγαπήσει. Έκλαιγε και από τα μάτια της σταλάζανε μικρές φωτιές. Ώσπου να περάσει από δίπλα του είχε γεράσει, άτιμη στέρφα πλάνη της αθανασίας μονολόγησε και πέρασε ολόρθος στην αιωνιότητα.

Και αν θέλετε να ξέρετε το πώς, τότε φανταστείτε κάποιον που καταπίνει όλες τις θάλασσες. Κάποιον που μόλις αναγνώρισε την ματαιότητα της καθημερινότητας που υπηρέτησε τόσα χρόνια. Ο χρόνος ξεψυχούσε μες στα αστικά τα σπίτια. Και αύριο όλα ετούτα θα σημαίνουν μονάχα το όνειρο και τίποτε σκέφτηκε και γεύτηκε ευθύς ολόκληρη την πίκρα της ζωής του. Είδε τα χέρια του που γέρασαν στήνοντας εδώ και δεκαετίες μια ζωή σαν αδειανό καθεδρικό. Και έτσι μετέωρος, με το χειροποίητο σκοτάδι των ματιών του μπήκε στην θάλασσα βαθιά και κανείς δεν τον ξανάδε ποτέ. Είπαν πικρά, έφτασε τόσο κοντά μα δεν τα κατάφερε, καθώς περιεργάζονταν τα καλά του ρούχα.

 Και εκείνος; Άραγε να πνίγηκε; Άραγε δυο ψάρια να του τσιμπολογούν τα μάτια; Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως μες στην κοιλιά του κήτους ταξιδεύει τους ωκεανούς, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως τ΄αγρίσκιωτο το σπίτι του δεν ανήκει πια σε έναν νεκρό μα στον Τζόναθαν που τα ΄βαλε με την ζωή και έπαψε για πάντα την ελπίδα να ονειρεύεται. Καλύτερο το όνειρο, μονολόγησε μεταλαβαίνοντας τους πόντους, ευτυχής δίχως τα καλά του ρούχα, με όλες τις υποχρεώσεις του απλήρωτες.

 Τώρα στην κοιλιά του κήτους του συγγράφει επεισόδια της ζωής που δεν έζησε. Επιστρατεύει όσα θυμάται και όσα μπορεί, πάει να πει η βιογραφία του είναι γιομάτη αποχαιρετισμούς, γιομάτη σφαίρες και ποιήματα και έκπτωτους αγγέλους με θρυμματισμένα φτερά. Μονάχα για εκείνο το κορίτσι λυπάται που ως το τέλος του δρόμου θα΄χει γεράσει και που ίσως να ήταν γραφτό να τον αγαπήσει. Μα δεν τον κοίταξε και έτσι ευκολότερη έκανε την ύστατη την πράξη του. Πού να φανταστεί η δόλια πως εκείνος που προσπέρασε τυχαία είναι το φεγγάρι που κυλά, είναι η Πέμπτη, καθώς λένε, διάσταση των ποιητών.

Από το γαλάζιο μου στενό χίλιες ευχές και μια μπαλάντα για τον χρόνο που τελειώνει και πάλι ξεκινά, με το κεφάλι του ψηλά, έτοιμος για στερήσεις και δώρα και μακριά βράδια ερωτικά, μέρες τεμπέλικες και μονότονο, αργό κύλημα μες στην μικρή κλεψύδρα. Όσο για τον Τζόναθαν, κάποιο καλοκαίρι ίσως τον δείτε στ΄ανοιχτά να κάνει στίχους με την μαγγανεία αυτού εδώ του κόσμου.

Απόστολος Θηβαίος