Απόστολος Θηβαίος | Βηθλεέμ

© Helen Levitt

[…Η μικρή Μαρία
Γέννησε κάπου
Στην Αθήνα.

Έμοιαζε με τα κορίτσια
Των Φιλιππίνων,
Διέθετε μια υγεία κλονισμένη

Μα ήταν το όνειρό της
Το μεγάλο
Να έχει
Έναν Θεό
Ολοδικό της…]

Η παλιά εκείνη ιστορία
Ήταν μάλλον όνειρο
Μια αύρα φαιδρή που λιγοστεύει.
Ήταν αλήθεια
Και πανδοχείο
έρημο.

Πέρασαν από το γαλάζιο μου στενό. Ένα τσούρμο πνιγμένοι με δίχως φωνή, κάτι άνθρωποι ξεπερασμένοι, όλο πληγές. Έσερναν μαζί τους σκόρπια μπαγκάζια, μωρά, κουβέρτες, κανείς τους δεν κρατούσε σουβενίρ που σημαίνει πως τίποτε από όλα αυτά δεν είχε να κάνει με την απόλαυση ή την ευτυχία τους. Τα παιδιά πηγαίνανε μπροστά, χάνοντας και κερδίζοντας το βήμα τους, πιο πίσω οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα κορίτσια. Και πιο πίσω, μια ζωή σχεδόν μακρύτερα οι άνδρες τους, σκοτεινοί και νικημένοι, με κάτι γκρεμούς στα χέρια και τα τσιγάρα που καίγονται, σαν τα φτηνά κεράκια. Οι άλλοι στο στενό που τους κοιτούσανε απρόθυμα, γρήγορα έστρεψαν το πρόσωπό τους μακριά. Αυτός ο κόσμος που είναι σκεπασμένος με το ειλητάριό του δεν διαθέτει για αυτούς τους άθλιους μήτε την πιο στοιχειώδη ευαισθησία.

Και τότε τους είδα. Εκείνη ετοιμόγεννη, με κάτι ρετάλια για το κρύο, παράταιρα χρωματικά. Και εκείνος που την βαστάει. Αργά που κάνουν το ένα βήμα μετά το άλλο, τόσο που αγαπιούνται Θεέ μου. Τα λιγοστά τους πράγματα χωρούν σε μια τσάντα, ο ορθοστάτης της στιγμής λέει πως η ζωή τους θα είναι για πάντα χειμώνες, πίσω τους σέρνουν τις βαριές τροχαλίες της μνήμης και τους διωγμού. Το όνομά της γυναίκας ίσως να είναι Μαρία, ίσως πάλι πρόκειται για κάποια από τις πόρνες της λεωφόρου Νακανότσο που σήμερα, εδώ και τώρα, γυρεύει να στήσει μια καινούρια ζωή. Η μορφή της διαθέτει κάτι το πνευματικό, η ομορφιά της δεν έχει σε καμία περίπτωση ανεπανόρθωτα χαθεί. Ρωτούν για ένα κατάλυμα, ο άνδρας μου δείχνει την προχωρημένη εγκυμοσύνη της γυναίκας, λίγες λέξεις γνωρίζουν και οι δυο τους μα ο άνθρωπος μπορεί αν το θέλει με μια χούφτα σύμβολα και τις καρδιές στα χέρια να εξηγηθεί. Τους κοιτάζω που απομακρύνονται στην απέναντι πλευρά του στενού. Το μοτέλ Βηθλεέμ παραμένει σκοτεινό μα για την χάρη της και μόνο, ο ξενοδόχος ανάβει την μπροστινή μαρκίζα, ίδια με άστρο. Εγώ στο γαλάζιο μου στενό αφήνω αναστεναγμούς την ώρα που όλα τριγύρω αποκτούν μια απόχρωση σαπφείρινου πράσινου, όπως στις κάρτες του εμπορίου με τις γυάλινες τις πέτρες και τα κλισέ ευχολόγια. Το φως που τρέμει εντείνει αυτήν την μεγάλη σκηνή. Σε λίγο αναμένεται να ολοκληρωθεί. Είμαι βέβαιος πως εκείνο το ζευγάρι φτωχό και ταπεινωμένο δεν είναι παρά φιγούρες διωγμένες, γεμάτες από την αγιότητα που χαρίζει η δοκιμασία των εγκοσμίων. Η Μαρία -ίσως αυτό να είναι το όνομά της, προβάλλει πίσω από το παράθυρο, μια ριπή ανέμου που φυσά την τρομάζει και όλη αυτή η αγωνία διαλύει την μορφή της ανάμεσα στα άλλα λουλούδια αυτής και κάθε άλλης νύχτας.
Εκείνοι οι κουστουμαρισμένοι τύποι που περνούν βιαστικοί, μοιάζουν να ψάχνουν κάτι. Κρατούν κάτι παράξενα κουτιά, έρχονται και φεύγουν όπως οι παλίρροιες. Πάλι απομακρύνονται σαν κάποιος κεραυνός να έχει χτυπήσει το φτερό τους. Μα δεν είναι άγγελοι, φαντάζουν ίδιοι με κάθε άλλον που περνά από το γαλάζιο μου στενό. Σαν να ξέρω τον σκοπό τους, γνέφω κατά το μοτέλ και εκείνοι μου φιλάνε τα χέρια και μια ιστορία γράφεται απ΄αυτήν τους την κίνηση. Τους βλέπω που στέκουν κάτω από το παράθυρο της Μαρίας, αφήνουν κατάχαμα τα κουτιά τους, θυμίζουν πελασγικές πέτρες έτσι στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Αν είχαν περισσότερα θα έφτιαχναν έναν ναό μα εκείνοι δεν κατέχουν τίποτε άλλο έξω από το μυστικό πεπρωμένο της Μαρίας. Οι λέξεις είναι τα πάντα, μα εγώ δεν θυμάμαι τίποτε άλλο να σας πω. Μες στην πυκνή ομίχλη και την υγρασία, το θαύμα ξέφτισε και πάει.
Όταν έφυγαν αργά την νύχτα το μοτέλ φάνταζε βουβό, μια πελώρια σκιά πάνω στους δρόμους και τίποτε. Η πόλη, θύμιζε τις κυρίες του 19ου αιώνα που γυρεύουν τον θεό βουτηγμένες ως τον λαιμό στην μεταφυσική και τη θεία μελαγχολία. Οι κουστουμαρισμένοι τύποι έχουν χαθεί πια. Μονάχα τα κουτιά τους απομένουν κάτω από το παράθυρο της Μαρίας, κάτω από την μαρκίζα που λάμπει σαν το πιο ακριβό αστέρι της ζωής μας. Ένας μικρός θάνατος την περιμένει και εκείνη ως τα χαράματα, ένας θάνατος πολύ προσωπικός.
Τα μάτια της Μαρίας θα είναι κατάμαυρα ως το πρωί και τίποτε δεν θα κάνει λόγο για το μοτέλ Βηθλεέμ και τις ράτσες των ανθρώπων που θα έβρισκες άλλοτε εκεί. Τίποτε δεν θα λέει για την Μαρία που γέννησε σε ένα από τα δωμάτια τον μικρό θεό της. Μα τώρα πια όλα τα σκέπασε ο πυρετός. Η Μαρία φεύγει με το πρωινό λεωφορείο για την δουλειά στο εργοστάσιο και ο μικρός Χριστός της παίζει μονάχος του με μια αχυρένια κούκλα, όλο κουδουνάκια. Σαν τους πορτοφολάδες της Γαλικίας που για χρόνια εκπαιδεύονται στις τέχνες, τις πιο απατηλές.

Απόστολος Θηβαίος