Απόστολος Θηβαίος | Τι ωραία που τα λέτε, Κύριε Χόγκαρθ!

© Vivian Maier

[…Αν είχα το ταλέντο θα σου μιλούσα με την γλώσσα του Μποστ. Αυτήν την μόνη που ταιριάζει στην εποχή μας. Μα τέτοια πράγματα, σαν το ταλέντο δεν περισσεύουν και έτσι στήνω μια ιστορία ετοιμόρροπη με επίκεντρο το γαλάζιο μου στενό και ένα ορόσημο. Άλλες μορφές πνευματικότερες θα πουν την ίδια ιστορία εξόχως καλύτερα. Όμως κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει την συνθήκη του χρόνου που κουβαλάει την ενδελέχεια του θανάτου, την δικαιοσύνη των ανθρώπων…]

 

Το γαλάζιο μου στενό είναι άλλη μια ρυτίδα. Μια ρυτίδα στο πρόσωπο της πολιτείας, ίδια με εκείνη του θανάτου πάνω στο μέτωπο του ανθρώπου.
Σήμερα η πόλη διαθέτει μπόλικο ηλεκτρισμό. Ίσως φταίνε τα μολυβιά σύννεφα που μαζευτήκανε, ίσως πάλι μια στροφή του χρόνου που συμπληρώνεται, κανείς δεν ξέρει.
Οι θαμώνες στο γαλάζιο μου στενό είναι πρωτίστως οι ίδιοι. Ο κύριος της τραπέζης, η κυρία του κομμωτηρίου, το αγόρι του λυκείου, η ερωμένη του κυρίου της τραπέζης, ο εραστής της κυρίας του κομμωτηρίου, η μητέρα του αγοριού του λυκείου, ο διευθυντής του λυκείου, ο κλητήρας του ταχυδρομείου που βρίζει καθώς διαβάζει τα πρωτοσέλιδα. Η γυναίκα του κλητήρα είναι η ερωμένη του κυρίου της τραπέζης.
Ένα γκρουπ φοιτητών με πλακάτ και τριμμένα παλτά, βγαλμένοι από το κάδρο του νεότερου ελληνισμού χαλά τον κόσμο και υπομνηματίζει στους περαστικούς την αιτία της ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας.
Οι τουρίστες τραβούν φωτογραφίες και συλλαβίζουν το σύνθημα. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο καθώς κουνιούνται σαν μαριονέτες επάνω στα δυο τους πόδια που λυγίζουν από το βάρος του συνθήματος ή το κέφι τους το αχαλίνωτο. Μιμούνται τα πάντα με ακρίβεια θαυμάσια. Την γροθιά στον ουρανό, τα αγκαλιάσματα των φοιτητών, ίσως ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο ο διευθυντής του λυκείου κλείνει το μάτι στην ερωμένη του κομμωτηρίου και εκείνη προσποιείται πως το σεσουάρ υπερθερμάνθηκε και χρίζει αλλαγής, ενώ στα αλήθεια κυριεύτηκε από τον δαίμονα που της κατατροπώνει την καρδιά, σεισμός και πλημμύρα και τίποτε λιγότερο. Οι τουρίστες είναι σαν τα παιδιά, παρατηρούν τριγύρω τα πάντα και κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να ενταχθούν στο γενικότερο κάδρο.
Έτσι και εκείνο το γκρουπ των τουριστών που θυμίζει το γκρουπ των φοιτητών που ακούγονται αχνά. Ο ένας από τους τουρίστες, ο πιο πετυχημένος στις μιμήσεις του, δείγμα εξαίσιο και μοναδικό της τέχνης της μαριονέτας που ήκμασε εις την δυτικήν Ευρώπην, γεμίζοντας θέατρα ολόκληρα με ερωμένες και εραστές και κούκλες κομμωτηρίων και λαμπάδες και κροντήρια και το τρόπαιο της νύχτας καρφιτσωμένο στις μπούκλες των κοριτσιών που διαθέτουν στήθη εφάμιλλα της σελήνης, με πλησίασε. Ήταν μια λαμπρή απόδειξη του μεγάλου μας του ναι.
Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, ρωτά και ξαναρωτά και δείχνει το γαλάζιο μου στενό με το δάχτυλό του, όπως ακριβώς οι μαντατόρ των γηπέδων κάνουν όταν με μία, δύο ,τρεις ντρίπλες περνούν ακόμη και τον μοναχικό τερματοφύλακα και παίρνουν στην πανάκριβη βίλα τους άλλο ένα τρόπαιο. Τον τερματοφύλακα, την ύστατη γραμμή της άμυνας που μου θυμίζει τον σκλάβο στον πίνακα του Κουρμπέ σε κάποια εξοχή, έτσι όπως έχει λησμονήσει για πάντα την πιθανότητα μιας αληθινής ζωής. Αυτόν ξεπερνούν ,για πάντα ξεχνούν την μεγάλη του λύπη.
Ο τουρίστας επέμενε, έδειχνε με το δάχτυλό του το γαλάζιο μου στενό, οι φοιτητές που έκαναν μια ολόκληρη περιφορά τώρα ξαναπερνούν, ελαφρώς γκριζαρισμένοι οι κρόταφοί των και τα σακάκια των με εγγλέζικο κόψιμο, τι χάρη. Αν κάποιος από αυτούς περάσει εμπρός από το κομμωτήριο η ερωμένη θα λησμονήσει τον διευθυντή, τον κύριο της τράπεζας, ακόμη και το παιδί του λυκείου που ετοιμάζεται να πει το μυστικό του στον λυπημένο κύριο καθηγητή, τον πιο λυπημένο, κάθε φορά, μπρούτζινο, κύριο καθηγητή. Είναι ένας όγκος και με αυτόν θα πρέπει να αναμετρηθεί το αγόρι του λυκείου, αν δεν καταλήξει στην τράπεζα ή στα νύχια της ερωμένης του κομμωτηρίου που διαθέτει τα θέλγητρα της Ανδαλουσίας και είναι ίδια η Κάρμεν μες στην μεγάλη της έξαρση.
Εδώ Πολυτεχνείο;, ρωτά υστερικά ο τουρίστας και οι φλέβες στον λαιμό του έχουν διογκωθεί τόσο που φοβάμαι πως θα σπάσει και θα αποδειχτεί πέραν από τουρίστας, ένας νεκρός με τα όλα του άνθρωπος. Έπειτα θα περάσει το φως, ο τουρίστας θα προβληθεί στους αιώνες και θα΄ναι μια πίκρα τότε στον κόσμο για τον χαμένο χρόνο, για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, για το χαμένο, λονδρέζικο σακάκι που απέμεινε στα υπόγεια της οδού Μπουμπουλίνας, έτσι σαν το τρόπαιο του μαντατόρ που γέρασε και έγινε ανδριάντας έξω από τα στάδια.
Όχι, όχι, είπα κυρίως επειδή ανησυχούσα πως ετούτη εδώ η γη θα γίνει η τελευταία κατοικία του συμπαθέστατου τουρίστα. Όχι, εδώ δεν είναι το Πολυτεχνείο. Και τότε σηκώθηκα και εγώ με την σειρά μου και άρχισα να γνέφω σαν πανικόβλητη μαριονέτα τριγύρω γυρεύοντας τις κατάλληλες λέξεις, τις πιο χρήσιμες.
Χρειάζεται να πάτε από εδώ, να περάσετε τα κόκκινα κορίτσια που πιάνουν δουλειά από το πρωί, τους μετανάστες που προσμένουν καρφωμένοι στα κιγκλιδώματα του δήμου, ζητώντας ένα κομμάτι ψωμί, τους εμπόρους που τους γνωρίζεις εύκολα από το πριονίδι και την σκόνη πάνω στα μάτια τους, τα ατέλειωτα καφέ, τα εμπορικά με τα πανέμορφα καπλάνια τους, τα κουτούκια, τις διεθνείς φίρμες. Έπειτα στον ορίζοντα, πίσω από σύρματα ηλεκτροφόρα μπορείς να ξεχωρίσεις το Πολυτεχνείο, ή καλύτερα ότι απέμεινε από εκείνο, πάει να πει μια ετοιμόρροπη μάντρα και το κτίριο που παίχτηκε κάποτε μια μεγάλη σκηνή. Λίγο πιο πέρα όμως, γιατί στο μεταξύ παρεμβάλλονται τα μπαλκόνια που τραβολογούν την Ελλάδα όλο και μακρύτερα από τον εαυτό της. Ακόμη θα πρέπει να πείσετε τους κομματάρχες και τις νεολαίες πως είστε και εσείς νέοι και αμέριμνοι και πως δεν έχετε βυθιστεί στο πένθος της ζωής. Το Πολυτεχνείο είναι υπόθεση της νιότης λένε, όμως εγώ προτιμώ την τοποθέτηση του Χρήστου πριν από χρόνια, όταν έλεγε πως το Πολυτεχνείο συνιστά μια υπόθεση ταφής. Του Χρήστου ντε, του Βακαλόπουλου που τον έχει λησμονήσει πια ο καιρός μας, έτσι αποφασισμένος που τραβά κατά το μέλλον. Αν τα καταφέρετε, μονάχα αν, τότε εμπρός σας θα υψωθεί το Πολυτεχνείο και τότε, μόνον τότε μπορείτε να πείτε με ασφάλεια, εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο.
Ο τουρίστας με χαιρέτησε, έβγαλε ένα δολάριο και μου το κόλλησε στο μέτωπο. Οι άλλοι χειροκρότησαν και εγώ, πεπεισμένος πως είμαι γκαρσόνι, σηκώθηκα από την θέση μου, το γαλάζιο μου στενό θύμιζε βυθό και οι παραγγελίες έπεφταν βροχή. Και τότε θυμήθηκε πάλι τον Χρήστο, τον Βακαλόπουλο ντε που έγραψε κάποτε πως η Ευρώπη χειροκροτεί.
Εγώ δεν τους συνόδεψα. Μονάχα όταν η ώρα είχε περάσει και η πόλη αγκομαχούσε σε πατσατζίδικα και πολιτικά γραφεία και σε θεάματα τότε και μόνο τότε γλίστρησα μες στην νύχτα. Και έφθασα στην είσοδο του Πολυτεχνείου, κρατώντας τα φάρμακα που κανείς πια δεν χρειάζεται, τις γάζες, τους ορούς, την αλήθεια που ετούτη η πολιτεία επίμονα αρνείται. Και μάρτυς μου ο Θεός εκείνη ακριβώς την στιγμή έπιασα το σήμα, τόσες δεκαετίες μετά, με όλα τα πράγματα σκοτωμένα και το σπίτι της Κάλλας με τεράστια παραβάν και σκαλωσιές και έναν αέρα αρχαιολογικό.
Γύρισα και κοίταξα. Το Πολυτεχνείο παστεριωμένο κρατούσε το ίσο στην μεγάλη μας ιστορία ενώ παντού αναβόσβηναν τα φώτα μιας ξεχωριστής, αθηναϊκής μπουτίκ.
Τότε θυμήθηκα την ειρωνεία του Χόγκαρθ που μας ταιριάζει γάντι και έκλαψα πικρά που μεγαλώνω.

Απόστολος Θηβαίος