Αφού αγόρευσαν οι δυο κατήγοροι με έπαρση πολλή
και με ακαταμάχητα επιχειρήματα την καταδίκη του ζητούσαν
τον κάλεσαν κι’ αυτόν
την υπεράσπιση του ν’ αναλάβει.
Μ’ αντί για λόγια άρχισε αυτός
κομμάτια από την σάρκα του να γδέρνει
τα οποία με προσοχή απίθωνε στο ξύλο
έπειτα κατέθεσε σταγόνες του αίματος του
κι ένα σκοπό φτιαγμένο μοναχά
από τους χτύπους της καρδιάς
και τον ασυνεχή σφυγμό του στο λαιμό
τέλος υπέβαλε μια θρηνητική κραυγή
και σώπασε οριστικώς.
Τα τεκμήρια μετρήθηκαν ως είθισται στο ζύγι
μα κρίθηκαν
α-σήμαντα
αν-υπόστατα
α-παράδεκτα
για το επίτιμο μας δικαστήριο.
Μάρτυρες αναξιόπιστοι μιας άλλης εποχής
γέλιο πολύ προκάλεσαν σ’ ολόκληρη την έδρα.
Κι όταν επιτέλους οι δικαστές
με στιβαρή φωνή και περισσή ηδονή
την τελική απόφαση ανακοίνωσαν
– ένοχος • αγάπης υπερβολικής –
περήφανοι με το έργο τους υψώθηκαν για μια στιγμή
κι έπειτα γύρισαν στην άθλια ζωή τους.
Ο Χριστόφορος Κυριακίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1995. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Tübingen της Γερμανίας. Ασχολείται με τη μουσική και την ποίηση και αγαπά τα βιβλία και τη φύση.