Άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα στο σπίτι με βήματα βαριά, αργόσυρτα. Με το αριστερό της χέρι κρατούσε έναν λευκό φάκελο με το λογότυπο του Ευγενιδείου νοσοκομείου και με το δεξί τα κλειδιά της, τόσο σφιχτά που είχαν αφήσει το σημάδι και την μεταλλική μυρωδιά τους στην παλάμη της. Λίγο πριν της σχίσουν το δέρμα τα πέταξε με δύναμη στο πάτωμα. Ένας οξύς ήχος πάνω στο πλακάκι προοικονομούσε για τα βαρύγδουπα νέα που είχε λάβει.
Με το χέρι να έχει γραπώσει το φάκελο σαν αρπαχτικό που κρατά το νεκρό θήραμά του, πήγε στο μπάνιο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι άλλαξε χώρο. Μόνο το διαφορετικό χρώμα στα πλακάκια, της μαρτύρησε πως έφτασε μπροστά στον καθρέφτη. Έβγαλε δυο χαρτιά από τον ανοιγμένο φάκελο· το ένα είχε τις ασπρόμαυρες εικόνες του υπερήχου και το άλλο την ιατρική γνωμάτευση. «Συμπαγής εστιακή αλλοίωση στην 12η ώρα του δεξιού μαστού διαστάσεων 2.1×0.7 εκατοστών. Ίδιας υφής αλλοίωση σε επαφή άνωθεν και οπισθίως με διάμετρο 9 χιλιοστών.», διάβασε με τρεμάμενη φωνή, δυνατά, για να το πιστέψει, καθώς με τα δάχτυλά της σκούπισε τα πρώτα δάκρια που μούσκεψαν τα μάγουλά της. Γνώριζε για το ογκίδιό της από όταν ήταν 20 χρονών. Έως τώρα χρειαζόταν απλώς μια παρακολούθηση ανά εξάμηνο. Είχε ενημερωθεί πως θα χρειαζόταν αφαίρεση μόλις ξεπερνούσε τα δύο εκατοστά. Δεν περίμενε πως θα συνέβαινε τόσο σύντομα. Δεν είχε προλάβει να προετοιμάσει τον εαυτό της να το δεχτεί. Είχε μια δυσκαμψία στην αποδοχή. Της ήταν δύσκολο να βλέπει τα ερείπια μιας ζωής που είχε φανταστεί αλλιώς και στη θέση τους να ξαναχτίζει, κάθε φορά, με βαρύτερα υλικά, αδύναμη να τα σηκώσει, την ζωή της πάνω στα κατακερματισμένα.
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Κάρφωσε με το βλέμμα της την αλυσίδα που είχε στο λαιμό. Η κρεμαστή χάντρα ταλαντωνόταν στο λαιμό της από τους χτύπους της καρδιάς της. Την έβλεπε να θέλει να πεταχτεί, να σπάσει τον καθρέφτη, όπως ήθελε και εκείνη. Ένα σώμα που ποτέ δεν ήρθε σε αρμονία με το μυαλό της, που δεν την άφηνε να απολαύσει την ανεμελιά της, που της επέβαλε να ωριμάσει νωρίς και που πλέον θα την κοσμούσε με άλλη μια ουλή.
Πέταξε τα χαρτιά στο πάτωμα. Έβγαλε με μανία το πουλόβερ της και αφαίρεσε το σουτιέν της. Περιεργάστηκε το γυμνό είδωλό της στο κάτοπτρο. Τίποτα δεν έμοιαζε «αλλοιωμένο» στα μάτια της. Η χάντρα σταμάτησε να ταλαντώνεται και σταθεροποιήθηκε στο στέρνο της. Η αναπνοή ξαναβρήκε τους ρυθμούς της. Ο καθρέφτης, γυάλινος και επίπεδος, δεν μπορούσε να της δείξει την διάσταση του βάθους. Περιοριζόταν στην επιφανειακή αποτύπωση της πραγματικότητας. Μια ρόδινη προσέγγιση που παρέλειπε να φανερώσει τα αγκάθια.
Σήκωσε το δεξί της χέρι ψηλά. Με τα ακροδάχτυλα του αριστερού χεριού ψηλάφησε το δεξί της στήθος. Τρία δάχτυλα πάνω από τη θηλή εντόπισε τον όγκο. Το σφαιρικό γρομπαλάκι έκανε τη εμφάνισή του. Το πίεσε. Ο πόνος και η αφή το έκαναν αληθινό. Έδιναν σάρκα και οστά στον παρασιτικό εφιάλτη της. Το πίεσε ξανά. Ήθελε να ελέγχει τον πόνο. Να τον ορίζει μόνο σωματικά. Μόνο αυτό μπορούσε να ελέγξει πλέον.
Πέρασαν μέρες μέχρι να ξανακοιτάξει το γυμνό της σώμα στον καθρέφτη. Μετά την επέμβαση δεν ήθελε να έρθει αντιμέτωπη με την εικόνα της. Δεν ήθελε να χρειαστεί να γκρεμίσει άλλη μια ιδέα που είχε για τον εαυτό της. Ήξερε πως ο καθρέφτης της είχε ραγίσει πλέον, πως θα της έδειχνε το αληθινό, το ατελές, το ανεπιτήδευτο. Ο γυάλινος κόσμος της είχε χάσει το ρόδινό του χρώμα. Το είχε αντικαταστήσει με το διάφανο της πραγματικότητας.
Διστακτικά πλησίασε και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Άφησε την ρόμπα της να πέσει κάτω. Το μωβ χρώμα στα σημάδια από τα ράμματα στο δεξί στήθος δεν είχαν ξεθωριάσει. Χάιδεψε τρυφερά τις ανάγλυφες αυτές ουλές. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε στα μάτια το είδωλό της. Το «αληθινό» που της έδειχνε ο καθρέφτης μπορούσε να το αγγίξει, να το πιάσει, να το αισθανθεί. Ήταν πιο απτό, πιο προσιτό από το τέλειο που πάντα έψαχνε να δει, το μη προσεγγίσιμο, το άπιαστο. Πέρασε το αριστερό της χέρι στα πλευρά της και το δεξί ακούμπησε στον αριστερό της ώμο. Απαλά στην αρχή και στην συνέχεια όλο και πιο σφιχτά. Μια αγκαλιά σχηματίστηκε. Μια αγκαλιά στον εαυτό της που τα κατάφερε και άντεξε.
Η Εύα Μουρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, με καταγωγή από την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Είναι φοιτήτρια στη σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. Η λατρεία της για τα βιβλία ξεκίνησε από το λύκειο. Μέσα στην καραντίνα τη συντρόφευσαν βιβλία όπως η Σκακιστική Νουβέλα του Τσβάιχ και της φύτεψαν την ανάγκη να γράφει κείμενα ώστε να εξωτερικεύει τους προβληματισμούς. Γι’ αυτό από τον Σεπτέμβρη του 2021 ξεκίνησε να παρακολουθεί σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής.