Απόστολος Θηβαίος | Σονέτο αφοσιωμένο σε μια νεκρή σαιζόν

© Josef Bartuška

Ο ποιητής είναι
Το μηδέν του
Έρωτα
Λένια Ζαφειροπούλου
Εισαγωγή,
«Σονέτα» William Shakespeare
Εκδ.  Gutenberg


«ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος· περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς· ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν.»

(Άσμα Ασμάτων)

Εκείνο το πρωινό δεν φαντάστηκα την τροπή που θα έπαιρνε η αδιατάρακτη ρουτίνα μου. Ως το μεσημέρι το πλήθος σκυθρωπό και απασχολημένο περιφερόταν στο γαλάζιο μου στενό. Άλλος για το κατάστημα των υποδημάτων και άλλος για το χαρτοπωλείο και κάποιος που πίνει έναν γρήγορο καφέ. Το πεπρωμένο μιας μέρας κανείς δεν μπορεί να τ΄αποφύγει και έτσι κοιτάζω  τον πελάτη που πίνει βιαστικά τον καφέ του και ύστερα γυρεύοντας τα απαραίτητα ξεχύνεται και πάλι στην παραγωγική διαδικασία, την σκληρή και την αμέτοχη, την επίπονη, την διόλου ευκαταφρόνητη. Η παραγωγική διαδικασία τρέφεται με τον ελεύθερο χρόνο, με την βιαστική γουλιά του καφέ αυτού του ανθρώπου, με ένα σωρό μέσα και εργαλεία που κουβαλά επάνω του. 

Θα΄χε μεσημεριάσει και το πλήθος είχε σκορπίσει. Οι καλύτερες στιγμές της μέρας μας είχαν προσπεράσει και τώρα ανοιγόταν ελεύθερος εμπρός μας ο δρόμος για την νύχτα. Μια κυρία, καλοντυμένη με προσεγμένο μακιγιάζ ήρθε και κάθισε κοντά μου. Χαμογέλασε με αβρότητα, με ευγένεια έτεινε το χέρι της και συστήθηκε με μια χαμηλή και τρεμάμενη φωνή. 

Ελένη, είπε και είχε στα μαλλιά της φορεμένο ένα κλωνάρι από την πεδιάδα της Τροίας. 

Έπειτα από τόσα χρόνια, ο κύβος ερίφθη. Ο κύβος καλέ, ρίχτηκε. Όπως του ρίχτηκε εκείνο το παλιοθήλυκο και εκείνος τα γκρέμισε όλα. Να δείτε γλύκες, τρυφεράδες, πονηρά φερσίματα και λιγοθυμιές. Και εκείνος, θεέ μου εκείνος πώς έπεσε! Σαν τις πόλεις που τις έχει αποδεκατίσει ο χρόνος και μια πολιορκία και συντρίβονται σαν ώριμα φρούτα. Ξέρετε, υπάρχουν πολλές τέτοιες πόλεις εκεί έξω. Και πολλοί τέτοιοι άνδρες, οφείλω να προσθέσω, ίσα για να κάνω ολοφάνερη την αναγωγή. Η φθορά ξεκίνησε αργά μα σταθερά να μας διαβρώνει. Στην αρχή ήταν μερικά ανήσυχα βράδια με συμπτώματα εφάμιλλα μιας ηλικιακής κρίσεως. Μα δεν τον εγκατέλειψα. Και τι δεν έκανα εκείνον τον καιρό, και τι δεν δοκίμασα, αποκαλυπτικές νυχτικιές και ύπουλα φερσίματα και σκηνές ζηλοτυπίας και σαββατιάτικες εξόδους στο στέκι που αγαπά και ας με ενοχλούν οι άσεμνες κουβέντες, οι χειρονομίες, οι υπερβολές του ουίσκι, κυρίως αυτές. Μα αν μου επιτρέπετε κύριε, μια σύζυγος οφείλει να επιδείξει την μέγιστη προσπάθεια, οφείλει να καταβληθεί από τον κόπο για να κρατήσει όρθιο αυτό το σπίτι. Διότι κύριε, εσείς μπορεί να μην το βλέπετε, μπορεί ακόμη να συνιστά ένα απαρατήρητο σκηνικό, εντούτοις ένας γάμος απαιτεί αμοιβαίες υποχωρήσεις και ίσως κάτι παραπάνω. Και ακόμη η ανατροφή μας ήταν σαν πάντα – ποιητικό, δεν βρίσκετε;-, προσηλωμένη στην ανδρική φροντίδα. Οι διαπραγματεύσεις έλαβαν χώρα στην κουζίνα. Συχνά πυκνά χρειάστηκε να επιβληθούμε στους εαυτούς μας, μια άλλη φορά ερωτευτήκαμε παράφορα μα ως το πρωί όλα τα΄χαμε λησμονήσει. Ο λευκός καπνός που λένε, δεν αφορούσε την επιλογή μιας λύσης. Για την ακρίβεια και προς έκπληξη των γειτόνων, η μεταξένια πετσέτα ακούμπησε στο αναμμένο μάτι και ένας κάτασπρος καπνός ανέβαλε για λίγο τις αποφάσεις. Είπαμε πως ήταν μοιραίο, κύριε, πως εκείνο που σχεδιάζαμε έβρισκε αντίθετη την μοίρα, το πεπρωμένο μας ήταν αλλιώτικα γραμμένο, κύριε. Και έτσι κυλήσαμε, συνεχίσαμε να γράφουμε τ΄ωραίο μας έπος. Εκείνος συνέχισε να ερωτοτροπεί με κάθε ευκαιρία, εκείνη συνέχισε να τηλεφωνεί δίχως να αποκρίνεται. Μια φορά να φανταστείτε, αυτόν ακριβώς τον καημό μου τον εξιστόρησα σε ένα ομοίωμα φλωρεντινού γλυπτού που κοσμεί δίχως φανερό λόγο το σφραγισμένο σαλόνι. Είπα και τι δεν είπα, μα στ΄αλήθεια δεν περίμενα καμιά απόκριση. Υπήρξε κάτι σαν ομολογία, μια ημερολογιακή καταγραφή καθώς εισέρχομαι στα άδυτα αυτής της σχέσης, στην αίθουσα της μελέτης και το χειρουγείο της και την δημόσια κλινική με το εργαστήριο και τις υπηρεσίες της οικονομίας. Ήμουν μια Αφροδίτη οπλισμένη, σαν την θεά στο δαχτυλίδι του Καίσαρα. Κατά βάθος ένιωθα όπως κάθε μονάχη γυναίκα μα αν με ρωτούσαν λάμβανα το ύφος μιας υπόκωφης πίκρας, συνδυασμένης με τα πιο εκλεκτά στοιχεία από εκείνη την Αϊσά. Την γοητευτική Αφρικανή με το πράσινο τιρμπάνι, την ωραία Γκάμπι ντε, γυναίκες και κορίτσια αφελή και ευγενικά και ραφινάτα που ατυχήσανε. Το πράγμα παράγινε κύριε, είπα. Και σήμερα έδωσε ένα τέλος σε αυτό το χαριτωμένο βιολί. Ως εδώ, είπα, ντυμένη στην τρίχα με ένα άφταστο μακιγιάζ. Αν δεν τον κερδίσω έτσι τότε το παιχνίδι είναι χαμένο και εγώ φορτωμένη με την ήττα μου, την προδιαγεγραμμένη μου ήττα. Βλέπετε, εκείνη έπαιρνε διαρκώς τηλέφωνο και σιωπούσε στην άλλη άκρη της γραμμής με τα είκοσι πέντε της χρόνια, φιλντισένια και αδοκίμαστα, χρόνια σπουδαία . Και τότε ήρθε η ομολογία. Κύριε, να ήσαστε από μια πλευρά να ακούσετε. Εσάς; Εσάς, σας έχουν αποκαλέσει ποτέ, νεκρή σαιζόν; Όχι; Ε, μα τότε δεν ξέρετε τι χάνετε. Αυτό είσαι, μια νεκρή σαιζόν και ούρλιαζε μες στο δωμάτιο των διαπραγματεύσεων που οδηγούν σε ένα άνευ προηγουμένου φιάσκο. Εκείνη η ελπίδα απέμεινε πια ένα ταπεινό κουρέλι, σαν αυτό που χρησιμοποιούν για μια ζωή οι ζωγράφοι, σκουπίζοντας τα χρώματα και το κάρβουνο και την κατακόκκινη κιμωλία. Θέλετε, το κατεπείγον εκείνης της στιγμή, η μοίρας μα που καταλύεται, με φαντάστηκα σαν άλλη Κίρκη, σκεπασμένη με τον πλούτο του ωκεανού, να μεταμορφώνω τους ναύτες σε σαιζλόγνκ και ψάθινες καρέκλες. Με φαντάστηκα να στέκω πέρα στην θάλασσα και πίσω μου σε παράταξη τα ομπρελίνα του καλοκαιριού και τα ταβερνάκια με τα τρεμάμενα φώτα. Αν κοιτάξεις θα δεις ανάμεσα ψαλίδια από χώρες μακρινές. Με φαντάστηκα να διοικώ ολόκληρο αυτόν τον κόσμο και οι ορχήστρες να παίζουν και όλα να ξεμακραίνουν, τα χρυσά τα χρόνια, οι ελπίδες, τα όνειρα. Κύριε, αν δεν σας συστήθηκα δεν είναι από αγένεια, μα κυρίως επειδή δεν είμαι τίποτε περισσότερο από μια νεκρή σαιζόν. Μια κατάσταση ουδέτερη, κάτι σαν τα σονέτα του Σαίξπηρ που αφήνουν υπονοούμενα μα δίχως αμεσότητα και όμως την ίδια στιγμή δοκιμάζουν στους στίχους τους την πρωτοκαθεδρία και την βάσανο του έρωτος, κύριε. Το βαθύ στοιχείο της ζωής, κύριε.

Έπειτα η δεσποινίς κατέφυγε εις της πόλεως τα θυελλώδη στενά και εγώ μπορώ με σιγουριά να πω πως εφεξής θα αποτελώ έναν ερημίτη, κάποτε στολισμένο από χέρι κοριτσιού. Αν δεν ήταν ετούτη εδώ η πόλη, με την μοντέρνα της αρχιτεκτονική και τα τροχοφόρα, θα έλεγα πως η κυρία δεν ήταν άλλο από τον αρχαίο φρυκτωρό που ξέμεινε ή τ΄ομοίωμα του Ελπήνορα, αυτού του τόσο ποιητικού και πικραμένου χαρακτήρος από την αξόδευτη, ομηρική στέρνα. 

Προτού φύγει μου δώρισε ένα πήλινο ληκύθιο με πλαστική μορφή του Έρωτος ή την αναπαράσταση μιας χορεύτριας, τίποτε δεν ξεχωρίζει πια.  Το γαλάζιο μου στενό δεν διαθέτει ωστόσο χώρο για αγάλματα και ζωγραφιές. Και έτσι την τύχη του σφράγισε η πρακτική του εμπορίου που κατέδειξε για άλλη μια φορά τι έμπορος κακός υπήρξα. Στο μεταξύ τα σονέτα χτυπούσαν μες στην πόλη και ήταν σπάνιο συναπάντημα το προαίσθημα και η ομορφιά τους, ένας νυν υπέρ πάντων αγώνας κόντρα στων ημερών το θανάσιμο, θανατερό φεγγάρι. 

Απόστολος Θηβαίος