Γιώργος Γκανέλης | Ιχνηλάτηση του τέλους

ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑ 30 ΜΟΙΡΕΣ

Κάποτε πρέπει να μας πιστώσουν τις νύχτες που αδιάκοπα απομυζούσαμε ουρανό.

Κι επειδή στην αποτίμηση μιας αγρυπνίας πάντα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος του ανθρώπινου λάθους, δεν θα μιλήσω άλλο για ξημερώματα και παρόμοιες μπουρδολογίες. Τα ποιήματα μονάχα θα αντιπαρατεθούν με το φως.

Σ’ αυτό το δωμάτιο εξυφαίνονται γεγονότα με τα συν και τα πλην τους:

– Ο προϊστορικός χαμαιλέοντας με τα μακροβούτια στις σημειώσεις του Έγελου.

– Η αιώρηση του σκουληκιού σ’ έναν καρπό απαγορευμένου Ιουλίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το καλοκαίρι.

– Το στριφτό τσιγάρο κατά τη διάρκεια μιας αντικαπνιστικής εκστρατείας, με άμεση συνέπεια τη γνωριμία μου με τη Μαίρη.

– Η επιστροφή στην ομορφιά του λίγου και στο πολύ του πραγματικού.

– Τα επιτρεπτά όρια ανάμεσα σε δυο φιλέτα ψαριού όπου το ένα βουτάει στον ωκεανό και τα άλλο ίπταται στα οροπέδια.

– Η μουσική, η πιο λαοφιλής τέχνη, και τα σκελετωμένα όργανα που την υπηρετούν.

– Η καθαρή σοφία μέσα από τα ερείπια και η συνακόλουθη κορύφωση της μοναξιάς.

– Ο ελλειμματικός υλικός κόσμος, οι μέτριοι που συγκροτούν τους ισχυρούς και το μεγάλο σκαλοπάτι του θανάτου.

– Και λίγο από αίμα: η δίγλωσση έκδοση των απάντων του Χρόνου με κόκκινες κηλίδες φρεσκοκομμένου δέρματος (αγνοείται η τύχη του υπεύθυνου του ζωολογικού κήπου – βορά γαρ θηρίων).

 Συμπερασματικά, κανείς δεν κατάφερε να κόψει τον ομφάλιο λώρο ενός σύννεφου χωρίς να γεμίσει ανησυχίες.

Το ζητούμενο δεν είναι αυτό που βλέπεις αλλά αυτό που θα έπρεπε να μη βλέπεις.

Από την ενότητα ‘’Αποδόμηση του περιττού’’

                                                           ΔΩΜΑΤΙΟ 301

 Μεγάλα ανθοδοχεία στην έρημο. Σε απόσταση αναπνοής ο Spinoza υπογράφει αυτόγραφα. Αρκεί να ξέρεις τον τρόπο να αυθυποβάλλεσαι. Τέρμα στη βία της σελήνης. Αριστερά και δεξιά θραύσματα της νύχτας. Τα σκοτεινά περάσματα του ουρανού. Δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψω την ύλη. Κι αν αντέξεις τον μαύρο χαρτοπόλεμο, κέρδισες μια ευκαιρία για αναβολή. Τα βαριά πόμολα της πόρτας ηχούν σαν καμπάνες. Σ’ ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, φαντάζομαι το σύμπαν πανύψηλο. Ρίχνω την τελευταία ζαριά. Κομμάτια σοκολάτας στον τενεκέ. Στη βρύση ξεπλένω κάτι μήλα, όχι βέβαια του παραδείσου. Αυτός έχει προ πολλού χρεοκοπήσει. Μια πολυσύλλαβη λέξη απέμεινε κι αυτή ακρωτηριασμένη. Ο βόμβος των εντόμων στη διαπασών. Κάθε λόφος και ψευδαίσθηση. Και συνάμα αντανάκλαση του πραγματικού. Κάποτε θα μπούμε στην κληρωτίδα. Και τότε θα αποκαλυφθεί ο πυρήνας μας. Τη στιγμή της αιώνιας ησυχίας δεν υπάρχουν ναρκοσυλλέκτες. Μονάχα το τέλος του ποιήματος με μια εκκωφαντική κραυγή. 

Από την ενότητα ‘’Δωμάτιο ξενοδοχείου’’

Η Μεταφυσική του Όντος με πνίγει. Ψάχνει διέξοδο στις αλάνες και στα πάρκα. Του αγοράζω ένα γλειφιτζούρι να το καλοπιάσω. Χάνεται απ’ τα μάτια μου. Το αναζητώ στα ράφια βιβλιοπωλείου, μου είπαν ότι πουλήθηκε. Γράφομαι σε σεμινάρια φιλοσοφίας, καμία ένδειξη. Ρωτώ τους υπερήλικες άνδρες, μου μιλάνε για θάνατο. Επισκέπτομαι το νοσοκομείο, πήρε εξιτήριο. Το είδαν με τις βαλίτσες στο αεροδρόμιο, δεν πρόλαβα την πτήση.

Περίλυπος επιστρέφω σπίτι και σκέφτομαι τις χαμένες μέρες, τις ατέλειωτες νύχτες. Είχε δίκιο ο Παρμενίδης: «τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι».

Ώστε εδώ κρυβόταν τόσο καιρό;

  ⸙

Όταν ξυπνάς μ’ ένα βαρύ κεφάλι σαν μάρμαρο, πηγαίνεις στον νιπτήρα και πλένεσαι με αλμυρό νερό, χτενίζεις με συρμάτινη βούρτσα τα μαλλιά σου, ντύνεσαι τη θλίψη και την κουβαλάς στο λεωφορείο, στο γραφείο, στο καφενείο. Το βράδυ αποθέτεις το κεφάλι σου σε δίσκο και το σερβίρεις. Μετά βλέπεις όνειρα ανάλαφρα και νομίζεις πως πετάς. Κατά τις έξι προσγειώνεσαι ανώμαλα στο πάτωμα, σηκώνεσαι, παίρνεις το κεφάλι απ’ τον δίσκο και το ξαναφοράς.

Έξω απ’ το παράθυρο παρελαύνουν στρατοί αγαλμάτων, τους χαιρετάς και ξεκινάς για τη δουλειά σου.

Από την ενότητα ‘’Υπολείμματα ουρανού’’