Μνήμη Σωτήρη Πέτρουλα
Στον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη
Στραγγαλισμένος, ο νεκρός χαμογελάει. Το χαμόγελό του είναι αναμφισβήτητο, πολύ πιο αναμφισβήτητο απ’ την ιατροδικαστική έκθεση ή απ’ τις ακριβείς περιστάσεις του τέλους του. Αλλά το χαμόγελο δεν ήταν εκεί απ’ την αρχή του θανάτου του. Αρχικά, το στόμα του είχε ένα σχήμα πολύ πιο συνηθισμένο για τους πνιγμένους. Ήταν ακόμη έκπληκτο για το γεγονός του θανάτου, ανοιχτό απ’ την αγωνία του οξυγόνου. Το χαμόγελο, ορκίζεται ο νεκροθάφτης, εμφανίστηκε μόνο όταν το πτώμα τοποθετήθηκε στο φέρετρο. Εκεί, σ’ εκείνη την ξύλινη στενότητα, σαν λουλούδι που βρήκε τη γλάστρα του, βάλθηκε το πτώμα να χαμογελάει.
Το χαμόγελο δεν σταματά στο πρόσωπο. Μόλις το φέρετρο ακουμπά στον πάτο του τάφου σταθερά, το χαμόγελο περνάει μέσα απ’ το ξύλο και κάνει το φέρετρο να χαμογελάσει. Ξέρω πως δεν έχεις δει ξύλο να χαμογελά, αλλά αν ήσουν εκεί θα το έβλεπες. Το ξύλο χαμογελά ξύλινα. Το είδα, στα νερά του ξύλου, πως χαμογελούσαν.
Μόλις πέφτει το χώμα πάνω στο φέρετρο και το παχτώνουν καλά και ησυχάζει πάνω στον νεκρό, το χώμα χαμογελάει. Χαμογελούν οι μικρές του πέτρες και οι σβώλοι, και τα φύλλα που αποσυντέθηκαν εντός του.
Τα κυπαρίσσια γύρω τινάζουν τη θλίψη τους μεμιάς, αστραπιαία, χωρίς να κουνηθεί φύλλο, και χαμογελούν. Ο αέρας χαμογελά. Κι ο ήλιος.
Όλα χαμογελούν επειδή ο νεκρός είναι νεκρός ολόκληρος. Είναι ολόκληρος, σωστός νεκρός. Έχει εντελώς πεθάνει. Έχουν πεθάνει τα χέρια του ολόκληρα και τα πόδια του ολόκληρα, οι πνεύμονες και η καρδιά και το μυαλό του ολόκληρα. Έχουν πεθάνει σ’ ένα σημείο της γης.
Ο Χριστός, ο Λάζαρος, όλοι όσοι δεν βολεύτηκαν με τον θάνατο, όλοι όσοι ανησύχησαν μέσα στη γη κι έγιναν στοιχειά κι ισκιώματα ντρέπονται μπροστά στον νεκρό που χαμογελάει επειδή τον έθαψαν όταν πέθανε. Κατανοούν ότι υπάρχει κάτι ανώτερο όχι μονάχα από την γοερή επιμονή του φαντάσματος αλλά κι απ’ την Ανάσταση. Ένα ύψος που εκπληρώνεται απ’ το χαμήλωμα στη γη. Εκεί, ο νεκρός ήδη πετρώνει, πετρώνει, κρυστάλλινος και βαρύς κι αμετακίνητος, σ’ ένα γεωγραφικό μήκος και πλάτος, στον σταυρό που σχηματίζει η λεπτή τομή των νοητών γραμμών τους.
Τριάντα σκορπισμένοι κι ημιτελείς νεκροί χαμογελούν.
***
Ο Αντώνης Μπαλασόπουλος γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη και είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η δημιουργική του δουλειά (αφορισμοί και σύντομα δοκίμια, ποίηση και διήγημα) έχει δημοσιευτεί σε πληθώρα έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων. Έργα του είναι δυο συλλογές αφορισμών και δοκιμίων: Απ’ το μάτι της βελόνας. Αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων (Galerie Astra, εκτός εμπορίου, 2010) και Το βιβλίο των μικρών συλλογισμών (Galerie Astra, 2011)· τρεις συλλογές ποίησης: Πολλαπλότητες του Μηδενός (Σαιξπηρικόν, 2020), Λευκό στο λευκό (Ενύπνιο, 2021), και Το βιβλίο των πλασμάτων (Σαιξπηρικόν, 2021)· και μια συλλογή σύντομων διηγημάτων, Ο κύβος και άλλες ιστορίες (24 Γράμματα, 2021).