– Πώς θα ξεκινούσες μια ιστορία;
Αν και είναι σίγουρη πως η ερώτησή του δεν απευθύνεται στην ίδια, την πιάνει εξ απήνης. Σηκώνει ακαριαία το βλέμμα της από το κείμενο ελπίζοντας να αντικρύσει το δικό του, καρτερικό και ατόφιο, όπως τη στιγμή της πρώτης γνωριμίας. Φευ.
–Χμ δε ξέρω, μα ενδεχομένως να μην έχει σημασία, δε νομίζεις;
–
– Ίσως στη θέση σου να φρόντιζα μια φορά, έστω για την αλλαγή, να συστήσω στους αναγνώστες τους χαρακτήρες, και φυσικά να τους δώσω χώρο και χρόνο να αλληλοεπιδράσουν, μη τους σκοτώσεις πάλι από την αρχή.
Πλέον όλοι γράφουν και κανείς δε διαβάζει. Έχει γεμίσει ο κόσμος από λέξεις ατάκτως ειρημένες, ερριμένες η μία πάνω στην άλλη, και μετά και άλλη μία από κάτω, μερικές ακόμα στα διάκενα και τις διαγώνιους, λέξεις που δε σημαίνουν τίποτα και για κανέναν, που είναι παντού μα πουθενά, μεταμοντέρνα έπεα πτερόεντα καταδικασμένα να υπάρχουν για να δικαιολογούν εικονικά κλουβιά και ψηφιακούς χώρους αγαλλίασης, διασκέδασης, αποξένωσης. Χάριν κουλτούρας και αναδείξεως λαμπρού εαυτού, ζωής χαρισάμενης. Εποχή ανερυθρίαστης, εξόφθαλμης λογοκλοπής και εγώ, εγώ η αλήθεια είναι πως δεν έχω υπάρξει ο εαυτός μου από τότε που έφυγες. Θαρρώ μάλιστα πως αναλίσκομαι σε τετριμμένα παραληρήματα, μα αδυνατώ να αναγνωρίσω εξόδους διαφυγής, πόσο μάλλον κινδύνου. Ο χρόνος μοιάζει να μην κυλά, παρεκτός όταν φυσάει. Ο χώρος μοιάζει να λιγοστεύει ασφυκτικά, παρεκτός όταν σκοτώνω εγκαίρως έναν εκ των δύο. Μονάχα έτσι προλαβαίνω να μη σε γνωρίσω, μονάχα έτσι προλαβαίνω να σε συνηθίσω και να εθιστώ στην ανία της κανονικότητας.
–Το βλέμμα σου μετέωρο από ώρας, συγγνώμη. Παράξενο πως λειτουργεί η σκέψη, πώς γεννιούνται οι ιδέες και πώς χανόμαστε με αυτές, τίνος αμφορείς ή εκμαγεία τα δικά μας σώματα και χείλη. Φαντάσου: Λευκός καυγάς, καμβάς, με μια μοναχική και ασύμμετρη κηλίδα στη θέση του κροτάφου. Έλα, χαμογέλασε, αστειεύομαι! Ασφαλώς και θα τους συστήσω, εδώ τους έχω βάλει να συνομιλούν.
-Αλήθεια; Συνομιλούν; Και τι λένε;
-Πως ενδεχομένως να είναι καλύτερο να σταματήσουν να βρίσκονται.
-Και για τους δύο;
-Σίγουρα για την ίδια.
-Για αυτόν;
–
-Για τους αναγνώστες;
Ας τους συστήσω λοιπόν.
Αυτός γεννιέται και μεγαλώνει επιεικώς, διαβάζει μανιωδώς και κοιμάται λίγο. Ξεχνάει το σημειωματάριό του στη βιβλιοθήκη, λατρεύει τους φίλους του, και κάνει κάμψεις μονάχα μεθυσμένος. Δεν τρώει συχνά, φοράει γυαλιά, και φλερτάρει με την προχειρότητα ελπίζοντας στον αυτοσχεδιασμό. Κρατάει απουσιολόγιο σε κάθε πάρτυ, στα πουκάμισα κοιτάει τις τρύπες, και από τότε που έπεσε ο απέναντι φροντίζει κάθε απόγευμα και επιμελώς αποτυγχάνει να ποτίσει τους χειμωνανθούς που, οι καημένοι, έχουν από καιρό μαραθεί. Στο πάρτυ υπ’αριθμόν απροσδιόριστο σε γνώρισε, και εμβρόντητος αποφάσισε ακαριαία να θυσιάσει την αγάπη και το σεβασμό του προς τις λέξεις. Ο Σταύρος άλλωστε τον είχε εγκαίρως νουθετήσει: Στη χειρότερη βιβλίο, στην καλύτερη Ζωή. Δύο ποιήματα έχει γράψει για εσένα, με το πρώτο να πηγαίνει κάπως έτσι:
Σε κάθε αρχή, σε κάθε τέλος.
Χάνεις την όποια αξιοπρέπεια.
Και ψάχνεις.
Ψάχνεις σε κάθε ιντερμέδιο
Εαυτούς, ταυτότητα, κλειδιά.
Λέξεις.
Σε αίθουσες σινεμά
και σε σάλες χορού.
Με άπλυτα χέρια.
Εσένα.
Τέσσερα δισκάκια πριν το τέλος.
Ή την αρχή, πάντα μπερδεύομαι.
Εκείνη χαμογελάει παρά τα ταραγμένα πρώτα χρόνια. Συγκατοικεί και έχει σε βινύλιο ηλεκτρονικές διασκευές του I’ve got the power. Προτιμάει τους χυμούς από τον καφέ και πίνει κοκτέιλ για να δοκιμάζει αναψυκτικά. Ταξιδεύει πολύ και γρήγορα. Όταν παίρνει το λεωφορείο ακούει μουσική και έχει πάντοτε ανά χείρας τη φωτογραφική της μηχανή, φιλμ, ψηφιακή, ό,τι μπορείς να φανταστείς σε μηχανισμό και αποτύπωση, εκείνη το έχει. Λατρεύει τα ζώα και τα παιδάκια, προσπαθεί να σώσει τον κόσμο, και μερικές φορές το καταφέρνει. Σίγουρα έχει γίνει η ίδια τραγούδι και ας ήταν άλλο το όνομα στους στίχους, έχει πληγές που δεν έχουν κλείσει και άλλες που έχουν γίνει όμορφες ουλές, έχει άγνοια κινδύνου, σκουλαρίκια και τατουάζ.
Το χρονικό της συνύπαρξης μνημονεύεται λεπτομερώς μα δεν αποτυπώνεται.
Η γλώσσα είναι ιερή, και η σιωπή μη ερμηνεύσιμη. Όλα κάποτε τελειώνουν.
Αυτός συμπεριλαμβάνει το δεύτερο ποίημα σε ένα συλλογικό έργο που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Αποφασίζει πως δεν έχει νόημα να γράφει αν κατακερματίζει το χρόνο σε διηγηματικές συνέχειες, και εξάλλου, δεν είναι σίγουρος καλά καλά πώς είθισται και πώς οφείλει να ξεκινάει μια ιστορία. Γνωρίζει όμως το πώς πρέπει να τελειώνει:
Με μια κηλίδα αίματος, μοναχική και ασύμμετρη.
Εκείνη;
Εκείνη, πλέον, είναι καλά.
Ο Γιώργος Καφετζής γεννήθηκε και μεγάλωσε επιεικώς. Αρνούμενος πεισματικά εις εαυτόν να αγγαρεύει λέξεις για τις απαραίτητες συστάσεις, συνήθως εκθέτει το περιορισμένο του βίου του με εκτενή αναφορά στις ραδιοφωνικές του εκπομπές και τις νευροεπιστήμες.