Αναστάσης Πισσούριος | Το νεκρομαντείο της παραδοσιακής λαϊκής ελληνοκυπριακής ποίησης

© Luigi Ghirri

Θα μπορούσαμε να τιμήσουμε την ελληνοκυπριακή παραδοσιακή ποίηση με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς τους τρόπους επιβάλλεται να είναι και η κριτική αποτίμηση της ύπαρξής της. Ο αποκλειστικά φαινομενολογικός εντοπισμός των γλωσσικών δυνατοτήτων της ελληνοκυπριακής παραδοσιακής ποίησης αλλά και η θεματοποίηση των εκφραστικών αρετών και ποιητικών στοιχείων της μπορούν να παρουσιαστούν σε μια εκτενή φιλολογική μελέτη. Η παρούσα όμως προσπάθεια δεν θα έχει ένα τέτοιο θεματικό χαρακτήρα.

Επειδή η κριτική δεν πρέπει απεγνωσμένα να ψάχνει μια τελικά κοινότυπη αναλυτική «πρωτοτυπία» απλά για να θεωρηθεί «πρωτότυπη», η κριτική της ελληνοκυπριακής παραδοσιακής ποίησης δεν μπορεί να έχει να κάνει ούτε με μια «εκ των άνωθεν» φιλολογική ανάλυση ούτε με μια ανεξέλεγκτα εκθειαστική προσέγγιση σεβασμού. Η ουσιώδης κριτική στην ελληνοκυπριακή παραδοσιακή ποίηση προκαλεί μάλλον μια ιστορική αμηχανία, η οποία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μ’ ένα κάποιο πολιτικό και ιστορικό «θράσος.» Η ιστορική αμηχανία προκύπτει από ένα ερώτημα που ανακύπτει από τα ίδια τα πράγματα: «Γιατί παραμένει νεκρός ο ποιητικός κόσμος της ελληνοκυπριακής παραδοσιακής ποίησης;» Από την άλλη, αυτό που ονόμασα πολιτικό και ιστορικό «θράσος» θέτει ένα άλλο, συμπληρωματικό και εξίσου σημαντικό ερώτημα: «Γιατί την έχουμε καν ανάγκη;»  

Η κριτική ματιά στην ελληνοκυπριακή παραδοσιακή ποίηση φέρνει στην επιφάνεια, μεταξύ άλλων, και ένα άκρως σημαντικό μεθοδολογικό ζήτημα. Ένα ζήτημα που αφορά την εγκυρότητα των θεωρητικών εργαλείων με τα οποία θα μπορούσαμε ν’ αναλύσουμε τις βαθύτερες ρίζες της ελληνοκυπριακής παραδοσιακής ποίησης. Στην παρούσα κριτική θα επιμείνουμε στη σκιαγράφηση και την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο καταφέρνει αυτή η ποίηση ακόμη και σήμερα να λειτουργεί ως κάτι άλλο από απλά «παραδοσιακή». Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται σε κάθε ιστορική εποχή αναδεικνύει παράλληλα τους μηχανισμούς εκείνους με τους οποίους κυριαρχεί και αφομοιώνει τα πάντα μέσα στ’ αυστηρά όριά της. 

Η ιστορική εποχή στην οποία εγγράφεται η ελληνοκυπριακή ποίηση ως παραδοσιακή έχει συγκεκριμένες πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές καταβολές. Εμφανίζεται σε μια εποχή στην οποία είναι υπό διαμόρφωση ο εθνικός πόθος για την Ένωση. Επίσης, η κοινωνική πραγματικότητα της ελληνοκυπριακής κοινότητας εγκολπώνεται στον εθνικό πόθο και αναδεικνύεται μέσα από αυτόν η πάλη γι’ αναγνώριση της ιστορικής της παρουσίας. Το προβληματικό στοιχείο σε αυτό το σχήμα αναγνώρισης έγκειται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη ιστορική αναγνώριση αφορά μόνο τους Ελληνοκυπρίους και παράλληλα αφορά μόνο την Ελλάδα. Η ιστορική παρουσία του Άλλου – των Τουρκοκυπρίων – όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά με επιδεικτικό τρόπο αποδεσμεύεται από την όποια μορφή αναγνώρισης, αφού δεν έχει να κάνει τίποτα με τον ελληνισμό. Το Άλλο λαμβάνει με αυτόν τον τρόπο την ιστορική μορφή του εχθρού, εμπερικλείοντας σε αυτήν την εχθρότητα ό,τι σχετίζεται με την Τουρκία. Για να πάρουμε ένα αρκετά εύγλωττο παράδειγμα: ο Παύλος Λιασίδης, ο οποίος αναμφισβήτητα ήταν ιδεολογικά τοποθετημένος στον χώρο της αριστεράς, και επιδίωξε από τη συγκεκριμένη θέση να εκφράσει τους καημούς του λαού της Κύπρου, εκφράζει τελικά μόνον τον ελληνοκυπριακό καημό. Στη ποιητική συλλογή «Η Τζύπρος δίχως πούτρα» το 1972 στο ποίημα Έτην δουλειάν την όμορφην ο Λιασίδης γράφει:

«Τζι η Ένωσις π’ ακούετε έντζ εν πολλά μακρά μας,
βρίσκεται μες το γαίμαν μας, τον νουν τζαι την καρκιάν μας!» 

Είναι λοιπόν καταλυτική η σχέση της ελληνοκυπριακής παραδοσιακής ποίησης με την ιστορική εποχή στην οποία αναδεικνύεται. Οι Ελληνοκύπριοι λαϊκοί ποιητές δεν είναι εξ ορισμού ανιστορικές εκφάνσεις μιας λογοτεχνίας που οι ρίζες της είναι αποκομμένες από την ιστορική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του τόπου. Τόσο οι επιδράσεις που δέχτηκαν όσο και οι επιδράσεις που άσκησαν διαμορφώνουν το έδαφος πάνω στο οποίο θα προσπαθήσουμε να παρέμβουμε κριτικά με σκοπό ν’ αποσαφηνίσουμε τον ιστορικό ρόλο που παίζει μέχρι σήμερα η παραδοσιακή ελληνοκυπριακή ποίηση. 

Ένα από τα πιο εμφατικά χαρακτηριστικά στοιχεία της παραδοσιακής ελληνοκυπριακής ποίησης είναι το σκληρό κέλυφός της. Ο ιστορικός χρόνος ζωής της δεν απάλυνε την ποιητική της κατατονία αλλά αντιθέτως τη σκλήρυνε σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει απολιθωθεί. Η παραδοσιακή ελληνοκυπριακή ποίηση φαίνεται να φέρει μαζί της μέχρι σήμερα ένα τραύμα, το οποίο η σύγχρονη ελληνοκυπριακή ποίηση αναλαμβάνει να καταπραΰνει. Το τραύμα αυτό δεν έχει να κάνει εδώ με μια γενικότερη ιστορική κατάσταση υποτέλειας σε μια σειρά κατακτητών που πράγματι αφορά το νησί μέσα στους αιώνες. Αντιθέτως, το τραύμα έχει συγκεκριμένο πολιτικό υπόστρωμα που ξεκινάει από τις δικοινοτικές ταραχές του 1963 και κορυφώνεται με το πραξικόπημα και την εισβολή το 1974. Είναι σημαντικό λοιπόν να γίνει σαφές ότι το τραύμα στο οποίο αναφερόμαστε δεν θα μπορούσε να έχει άμεση ιστορική εγγύτητα με την παραδοσιακή ελληνοκυπριακή ποίηση. Σε αυτό το σημείο έγκειται και το παράδοξο της παραδοσιακής ελληνοκυπριακής ποίησης, η οποία επιτελεί το έργο ενός προληπτικού τραυματισμού. Οι λαϊκοί ποιητές δηλαδή ιχνηλατούσαν το συμβάν του επερχόμενου κυπριακού τραύματος χωρίς να το γνωρίζουν ως τέτοιο συνειδητά. Καλλιεργούσαν δηλαδή το έδαφος όχι για να συμβεί το τραύμα αλλά για να υπάρχει ένας λογοτεχνικός εφοδιασμός του ιστορικού υποκειμένου απέναντι στο τραύμα, άπαξ και αυτό ανέκυπτε. Μέσα σε αυτά τα όρια του προληπτικού τραυματισμού εγκλωβίζεται η λογοτεχνική παραγωγή της παραδοσιακής ελληνοκυπριακής ποίησης. Αν προσπαθούσαμε να προσδιορίσουμε συνοπτικά την ελληνοκυπριακή παραδοσιακή ποίηση θα λέγαμε ότι είναι η ηχητική παράσταση μιας ντοπιολαλιάς που οδεύει προς το ιστορικό τραύμα. Η ποιητική συλλογή «Κυπριακή Τραγωδία» του Τεύκρου Ανθία, για παράδειγμα, γράφτηκε το 1965 και είναι εμπνευσμένη από την Τηλλυρία και τον διαχωρισμό Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων. Αν και ο Ανθίας δεν πρόλαβε να ζήσει το πραξικόπημα και την εισβολή επειδή είχε αποβιώσει το 1968, στη καρδιά της σκοτεινής δεκαετίας 1963-74, διακρίνεται η γεφύρωση της σχέσης ταύτισης μεταξύ της παραδοσιακής ελληνοκυπριακής ποίησης και της σύγχρονης, μεταπολεμικής ποίησης. Το κοινό πολιτικό έδαφος των δυο ποιητικών ιστορικο-αισθητικών εκφάνσεων αντικατοπτρίζεται πλήρως στους επόμενους στίχους του Τεύκρου Ανθία:

«… ηλιόλουστο διαμάντι που το -οικόσημο το νύχι του βαρβάρου
παν’ απ’ τη γαλανή σου πόρτα έχει στηθεί.»
«-Κ’ έστησαν κάστρα πάνω από ταφόπετρες
που την Ελλάδα έχουν βαθιά τους χαραγμένη.»
«-Κ’ ύψωσαν μιναρέδες στην ψυχή της Ρωμιοσύνης
Σουλτάνοι…»

Αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι τα κοινά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ελληνοκυπριακής ποίησης και της σύγχρονης εκδοχής της. Στο δίστιχο του ποιήματος Εκείνη του Βασίλη Μιχαηλίδη εντοπίζεται ολόκληρος ο μηχανισμός της θυσίας όλων των λαϊκών ποιητών για την Ένωση:

«Ω κόρη, το βλέμμα σου μη μου στερήσης,
αν είναι και θάνατος, μ’ είναι γλυκύ».

Τα κοινά χαρακτηριστικά λοιπόν είναι, αρχικά, η σχέση του ποιητικού λόγου ως προς τον πόθο της Ένωσης, που έμεινε ανεκπλήρωτος. Δεύτερον, η ευλυγισία με την οποία εγκαταλείπουν την αποστολή της σύγχρονης κυπριακής ποίησης ν’ αναπτύξει τον συγκεκριμένα κυπριακό χαρακτήρα  της. Τέλος, υπάρχει και το χαρακτηριστικό με το οποίο καταφέρνει η παραδοσιακή ποίηση να περικυκλώνει οτιδήποτε εμφανίζεται να μη διαθέτει ένα ηθικό και χαρακτηριστικά ελληνικό κέντρο βάρους. Το στοιχείο αυτό της παραδοσιακής ποίησης αναλαμβάνει την ανάδειξη ενός υποτελούς «καλαίσθητου» ποιητικού λόγου, ο οποίος όμως τελικά αναπνέει μόνο από το δέρμα κι όχι από το στόμα, καθώς έχει στερήσει στον εαυτό του τη δικιά του φωνή. Με άλλα λόγια, τα χαρακτηριστικά της ατέλειας, του ακέφαλου και ασπόνδυλου σώματος της ποίησης αναπαράγουν στο αισθητικό επίπεδο τον τρόπο με τον οποίο κινούνται και ζουν τα σκουλήκια. Η υπόγεια διαβίωση σε σκοτεινές, θαμμένες εκτάσεις αντιστοιχεί με το πώς η παραδοσιακή ελληνοκυπριακή ποίηση καταφέρνει στην ιστορία της νεότερης Κύπρου να διατηρείται κι αυτή αντίστοιχα μέσα από τις σκοτεινές καταβολές της με ιστορικό τέλος πάντα τον πόθο για την Ένωση. Τα ελλαδικά σκουλήκια στο χώμα της Κύπρου φαίνεται να είναι τοποθετημένα και καλά ταϊσμένα αρχικά από τους λαϊκούς παραδοσιακούς ποιητές. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης στο ποίημα Πλάστης[1] αναφέρει χαρακτηριστικά το τι είναι «θαμμένον» στην κυπριακή γη, και αυτό δεν είναι άλλο παρά η «Άνασσα» η οποία ταυτίζεται με την Ελλάδα: 

«Στ’ ανάκτορά σου, Άνασσα, να μεταβώ σκοπεύω,
αιχμάλωτός σου να γινώ διότι σε λατρεύω.
Δεν φαίνεται παράδοξον να γίν’ η θέλησίς σου
αν είναι πεπρωμένον.
– Αλλά να θύσης δι’ εμέ το έαρ της ζωής σου.
– Αχ! Είν’ εδώ θαμμένον.»

Στο ποίημα Τρόοδος, από την άλλη, ο Βασίλης Μιχαηλίδης ανακαλύπτει ότι μέσα βαθιά στο χώμα, εκεί στα πιο ψηλά βουνά της Κύπρου, είναι θαμμένο το ελληνικό στοιχείο:

«… ελληνικό ερείπιο, η χώρα του Αμιάντου.
Σου λέγει ‘να, είμαι νεκρά, θαμμέμη μες στο χώμα,
και οι χρόνοι δεν με έφαγαν ολοτελώς ακόμα.»

Τέλος, στην ποιητική συλλογή «Κυπριακή τραγωδία» το 1964 ο Τεύκρος Ανθίας αναγνωρίζει την Κύπρο ως «Μια χούφτα χώμα […] στην απέραντη τη γη». Το «χώμα» στον Ανθία είναι απαραίτητο να διατηρείται υγρό ώστε να δεξιωθεί την ασπόνδυλη και έρπουσα ιδέα της Ένωσης. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γίνεται ο πρώτος λαϊκός ποιητής που το εκφράζει:

«Εκεί που Σ’ έστησε ο Θεός με το δεξί του χέρι,
σε βλέπουν όλοι σήμερον να λάμπεις σαν αστέρι, (…)
Αν είχαν δύναμην κ’ εμέ τα χέρια τα δικά μου,
ο πόθος μου – αχ! ο Θεός γνωρίζει την καρδιάν μου.
Ένα Σου λέγω μοναχά από καρδιάς, το χαίρε…»[2]

Η ανάσταση ως θρησκευτική έννοια που μετατρέπεται σε εθνική κατηγορία μιας λυτρωτικής ιστορικής αναγνώρισης είναι ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό των τότε ποιητών. Για παράδειγμα ο Παύλος Λιασίδης στην ποιητική συλλογή του 1944 «Χάραμα Φου» στο ποίημα Τζειμέσα σας ταιρκάζει εκφέρει επακριβώς αυτήν τη λυτρωτική αναγνώριση:

«Ελλάδα, φως του δίτζιου,
είσαι Αγία Τριάδα,
κάθε σοφού λαμπάδα,
πετρόσκαλα του φίτζιου.»

Στο ποίημα 25 Μαρτίου της ποιητικής συλλογής «Δώδεκα παρά Δέκα» του 1960 οι Έλληνες γίνονται το Άγιον Φως:

«Τζι εμείς οι Ρωμιοί
τζαι κάθε ισνάφιν
σαν Άγιον φως
καρτζίν του Βορκά
προσεύκεται να ‘ρτει.»

Τέλος, στην καρδιά της λειτουργίας της παραδοσιακής ποίησης βρίσκεται η ιστορική και γλωσσική προφάνεια προθέσεων, ντυμένη με μια ιδεώδη καθαρότητα, που περιχαράσσει ένα σολιψιστικό ιστορικό υποκείμενο αναθεματίζοντας το τουρκοκυπριακό στοιχείο. Στο ποίημα Ημιχρόνιο, στην ποιητική συλλογή «Τα δυο βουνά» το 1963 ο Παντελής Μηχανικός ψάχνει το θαύμα του αναθεματισμού:

«… οδήγησέ με στο δύσκολο δρόμο
στο μαρτύριο…» 
«΄Αγγελε σκληρέ,
σκότωσέ με στον σκληρό δρόμο
μη με αφήσεις
στην εύκολη ευθεία.
Χτύπησέ με μέ το κνούτο,
μάτωσέ με,
κάνε τη ψυχή μου να κλάψει
αλλά να ιδώ
 να ιδώ
το πουλί να λαλεί
 το δέντρο να ανθεί
τον σπόρο να κάνει το θαύμα
-Βγάλε το θαύμα
μέσ’ απ’ το αίμα μου…
Τραγουδήστε, παιδιά μου, χορέψτε
για να καρπίσουν τα δέντρα μας.
Τραγουδήστε, παιδιά μου, χορέψτε
γιατί κάπου είναι μια γιορτή.
Γιατί το τέλος είναι ένα φεστιβάλ.
Το τέλος είναι ένα φεστιβάλ
και θα πρέπει να δείξουμε τι κάναμε.
Και πρέπει η Κύπρος να χορέψει και να τραγουδήσει
όσο λεβέντικα
εκάηκε στις φλόγες του Μαχαιρά.
Ο Γρηγόρης θ’ ανάψει το κυπαρίσσι του όπου και νάσαι.
Όπου και νάσαι ο Γρηγόρης θα πυρπολήσει το κυπαρίσσι του. 
Όπου και νάσαι
ο μαύρος δείχτης του κυπαρισσιού
θα χοροπηδήσει ολόλαμπρος,
φωτιά και φλόγα.»

Αυτή η ίδια προφάνεια εντοπίζεται στον Δημήτρη Λιπέρτη, ο οποίος «στάθηκε φωτεινό πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους Κυπρίους ποιητές. Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη λαϊκή ποίηση της Κύπρου ενώ ταυτόχρονα στάθηκε και δάσκαλος της γλώσσας, γιατί ξεκαθάρισε την κυπριακή ντοπιολαλιά, αποβάλλοντας απ’ αυτήν τα ξένα στοιχεία και κυρίως τις τουρκικές λέξεις και παραδίδοντάς την ατόφια.»[3] Στον πρόλογο της συλλογής «Τζυπριώτικα Τραούδκια» στον τόμο Β’ το 1930 ο Κωστής Παλαμάς[4] βρίσκει στην ποίηση του Δημήτρη Λιπέρτη αυτήν ακριβώς την καθαρότητα αναφέροντας ότι κάνει «… πλατύτερο (τον) κύκλο της Ελληνικής ψυχής». Το «Ελληνικό μεγαλονήσι» του Παλαμά γίνεται για τον Λιπέρτη η φωτεινή πορεία του ποιητικού λόγου.

Ο αφανισμός του τουρκοκυπριακού στοιχείου από την Κύπρο εκδηλώνεται αβίαστα και σε μια παντελούς ανυπαρξία λογοτεχνικής αναφοράς. Η ιστορική παρουσία του Τουρκοκυπρίου δεν απαντάται πουθενά, σε κανένα λαϊκό ποιητή. Αν και η πολιτισμική, κοινωνική και γλωσσική συμβίωση των δύο κοινοτήτων ήταν τόσο εκτεταμένη που ακόμα και ο επιτονισμός των δυο γλωσσών ταυτίζεται, δεν προσέδωσε ωστόσο τίποτε κοινό στη λογοτεχνική παραγωγή. Τα μοναδικά στοιχεία που εντοπίζονται στην παραδοσιακή ελληνοκυπριακή ποίηση είναι οι σαφείς αναφορές σε Τούρκους, οι οποίοι πάντοτε παρουσιάζονται ως ένα εχθρικό κατάλοιπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στο οποίο συμπεριλαμβάνεται φυσικά και η τουρκοκυπριακή παρουσία στο νησί. Συγκεκριμένα, στο ποίημα Εγερτήριον της ποιητικής συλλογής «Ασθενής Λύρα» το 1882 ο Βασίλης Μιχαηλίδης γράφει:

«Ελληνοπαίδες, νέοι
σ’ την στενήν γην κλεισμένοι,
και το αίμα του Τούρκου,
προ πολλού διψασμένοι,…»

Ο Ελληνοκύπριος λαϊκός ποιητής δεν προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τις ρίζες της κυπριακής λογοτεχνίας αλλά να τοποθετήσει με ηθική καλαισθησία λογοτεχνίζοντα υβρίδια του πόθου για την Ένωση. Και κατ’ επέκταση, εμείς σήμερα δεν ανακαλύπτουμε τις ρίζες μας διαβάζοντας την ελληνοκυπριακή παραδοσιακή ποίηση αλλά μάλλον διακρίνουμε πώς οι λαϊκοί ποιητές φύτευαν τα ελλαδικά σκουλήκια τόσο στη κυπριακή γη όσο και στο χαρτί. Μελετώντας την παραδοσιακή ποίηση, αυτό που ανακαλύπτει κανείς είναι η κυοφορία του τέρατος της Ένωσης ως λυτρωτικής μορφής της ιστορικής αναγνώρισης των Ελληνοκυπρίων από τη μητέρα πατρίδα Ελλάδα. Στην ποιητική συλλογή «Κυπριακή Ραψωδία» το 1946 ο Τεύκρος Ανθίας γράφει:

  1. «Μούσα Ελληνίδα, το γλαυκό σου το χαμόγελο ανασταίνει…»
    «… που μ’ ανοιχτά τα μάτια με γυρνάει ταξιδευτή,
    στο φωτεινό μου το νησί…»
    «μαρτυρική πατρίδα, αγνή μου Κύπρος.»
    «…στην άμμο, στο περίγραμμα του ακρόγιαλου…
    στην ανοιχτή περγαμηνή της Ιστορίας.»
    Κύπρος = «Ελληνικό τραγούδι τονισμένο»
    «Μια πέτρα μέσ’ στο πέλαγο είν’ η γη μου»
    «… πίσω απ’ το φεγγίτη
    μια γαλανή σκιά, ‘φύλακας άγγελος’
    που τα φτερά του ετέντωνε και σκέπαζε…»
    «…γαλανή σκιά του ονείρου…»
    «-Αγαπημένη ανάμνηση, θεσπέσια νοσταλγία,
    Είδωλο των ψυχών: ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΑΔΑ!»
    «-Αγαπημένη λύτρωση κι ανάσταση,
    Είδωλο των ψυχών: ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΑΔΑ!»

Στην ποίηση των λαϊκών ποιητών αναγνωρίζεται μια σειρά από εκφάνσεις αυτού που είναι ήδη εκεί. Με άλλα λόγια, οι λαϊκοί ποιητές γνώριζαν εξ αρχής χωρίς να το γνωρίζουν συνειδητά, το επερχόμενο τραύμα που βιώνει η ηττημένη μεταπολεμική κυπριακή σύγχρονη ποίηση μέχρι και σήμερα. Ως άλλοι νεκρομάντεις το γνώριζαν ως ένα λησμονημένο γεγονός φτιάχνοντας μια ετοιμοπαράδοτη παρηγοριά του επερχόμενου τραύματος που θ’ αφορούσε όμως μόνο τους Ελληνοκυπρίους. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης στο ποίημα Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι ελληνική εξυμνεί με ποιητική αρτιότητα την αιώνια δίψα για Ένωση:

«…δώσ’ με κ̌ι εμέν’ της μάνας μου να με σφιχταγγαλιάσει,
για να χαρεί τούτ’ η καρκιά, ν’ ανοίξει, να γελάσει.
Δώσ’ με να μπω στ’ αγκάλια της να πάρω το φιλίν της
να σβύσω ‘γιω την δίψαν μου κ̌αι κ̌είνη την δικήν της.»

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον όταν ο Τεύκρος Ανθίας, ένα μόλις χρόνο μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου γράφει ένα ορατόριο που εκφράζει ουσιαστικά τον θρήνο, τον βόγκο, την κραυγή και την οργή που διέπει τους Ελληνοκυπρίους. Το «Ορατόριο» του 1961 και συγκεκριμένα στο ποίημα Ολοκαύτωμα στον Όλυμπο ταυτίζει τον λαό και την πάλη του για τη χειραφέτηση στο «ηρωικό» πρόσωπο του Γρηγόρη Αυξεντίου που έχει θυσιαστεί για την Ένωση. Όπως ακριβώς και ο Παύλος Λιασίδης στην ποιητική συλλογή «Δώδεκα παρά Δέκα» του 1960 στο ποίημα Κάθε τρεις του Μάρτη (Στον ήρωά μας Γληόρη Αυξεντίου) επιθυμεί να γραφτεί το όνομα του ήρωα της Ένωσης αιώνια στο χώμα της Κύπρου γράφοντας:

«Σαν το γρουσάφιν πον μπορούν οι γρόνοι να μαυρίσουν»

Στο ποίημα Η Κύπρος στην μάναν της του Βασίλη Μιχαηλίδη με το ίδιο υλικό – το χρυσό – ψάχνει να εκκινήσει τη δύναμη του σπαθιού:

«εις του σπαθκιού σου του γρουσού
την δύναμην ορπίζω»

Η συγκεκριμένη μνεία στον αγωνιστή της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου για την Ένωση εντοπίζεται και στον Παντελή Μηχανικό στο ποίημα Ημιχρόνιο το 1963. Διαφαίνεται εδώ η εθνικιστικού τύπου αγωνία των Ελληνοκυπρίων εντός της ιστορικής πραγματικότητας της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Οι Ελληνοκύπριοι είναι ήδη έτοιμοι από καιρό σαν Έλληνες και «ελεύτερα πουλιά»[5] να ματώσουν ακόμα και τα σπλάχνα τους, όπως φωνάζει με τον στίχο του ο Παντελής Μηχανικός, για να αποδεκατίσουν κάθε τουρκοκυπριακό στοιχείο ως κατάλοιπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η  σύγχρονη ελληνοκυπριακή ποίηση, ειδικά μετά το 1974, γίνεται το καθρέφτισμα εκείνου που προηγήθηκε, με τη διαφορά ότι κουβαλούν τώρα οι σύγχρονοι ποιητές και το βάρος της ευθύνης της απόλυτης ελληνικότητας του νησιού. Η ελληνοκυπριακή ποιητική παραγωγή φτάνει στα όριά της, εγκλωβισμένη στο μεταπολεμικό τραύμα μεταφράζοντάς το ως την ποιητική ενδελέχειά της. Οι Ελληνοκύπριοι ποιητές προσέρχονται με θρησκευτική ευλάβεια στο νεκρομαντείο της παραδοσιακής ποίησης για την πολυπόθητη ανακάλυψη κρυμμένων θυμοσοφικών τεχνασμάτων. Αυτό που κάνουν στο νεκρομαντείο της ποίησης των λαϊκών ποιητών είναι ν’ ανασέρνουν διαρκώς ένα ήδη νεκρό ποιητικό περιεχόμενο για να συλλέγουν έτσι τα ιστορικά ίχνη από μια δήθεν χαμένη ταυτότητα του Κύπριου ως Έλληνα. Στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Λιπέρτη «Χαλαρωμένη Λύρα» το 1891 το πολύ γνωστό ποίημα Καρτερούμεν μέραν νύχταν είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταφοράς του καημού για Ένωση με την «Μανούλλα» Ελλάδα που υιοθετήθηκε και έγινε το καρτερικό τραγούδι του μαρτυρικού νησιού που ψάχνει την ψυχική ελληνική δύναμη για να ξεριζώσει κάθε τούρκικο στοιχείο πάνω στο νησί.    

Η εθνική πολιτική προοπτική να διατηρηθεί η λαϊκή ποίηση ζωντανή αναγκαστικά διατηρεί μαζί και τον πόθο που κουβαλάει από καταβολής της. Το μέλλον για τον λαϊκό ποιητή ήταν τότε το εκκολαπτήριο του παρόντος σε αντιδιαστολή με τον σύγχρονο Ελληνοκύπριο ποιητή, για τον οποίο το παρελθόν γίνεται το εκκολαπτήριο του μέλλοντος. Και οι δύο αρνούνται το ανοιχτό στο παρόν του κυπριακού λαού.

 


[1]   Περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα», τεύχος 62 – Αύγουστος 1940 (1876).

[2]   Εφημερίδα «Νέον Κίτιον», αρ.26 24/6.12.1879.

[3]     http://www.polignosi.com/cgibin/hweb?-A=6815&-V=limmata

[4]     http://sxetikos.kypros.org/Poetry/Lipertis/pro-epi/ProKP1929pg1.htm

[5]   Παύλος Λιασίδης από την ποιητική συλλογή «Εντεκάμιση η Ώρα» του 1950 από το ποίημα Κάμετε δημοψήφισμα.

 


Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή Στην Αιχμή του Πάθους του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawiαπό τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο Μαθθαίννω Κυπριακά από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.