Συνέντευξη στον Νικόλα Περδικάρη
Ο Άκης Παπαντώνης είναι καθηγητής Μοριακής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν (Γερμανία). Είναι επίσης ένας πολλά υποσχόμενος λογοτέχνης και μεταφραστής. Από τα βιβλία του, μόνο ο «Καρυότυπος» (Κίχλη 2014) προδίδει –ίσως- την επιστημονική του ιδιότητα. Για τη νουβέλα του αυτή, με την οποία τον γνωρίσαμε λογοτεχνικά, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Καθώς ο Άκης προχωρά με σταθερό βηματισμό στο σύμπαν της γραφής, από τη νουβέλα στο μυθιστόρημα, στις μεταφράσεις και από εκεί στην ποίηση, θεώρησα σημαντικό και ενδιαφέρον να κουβεντιάσω μαζί του σήμερα, με αφορμή και την πρόσφατη κυκλοφορία της ποιητικής του συλλογής με τίτλο Bildungsroman (Κίχλη 2021).
Υπάρχει για εσένα κάποια σχέση ανάμεσα στη βιολογία και τη λογοτεχνία πέρα από αυτήν που μάς παρουσιάζεται (ως αφορμή ίσως) στο πρώτο σου βιβλίο, τον «Καρυότυπο»;
Είναι δύσκολο να πει κανείς… Από τη μία βρίσκω πως τόσο η μοριακή βιολογία όσο και η λογοτεχνία έχουν ανάγκη τη μελέτη, την επιμονή, την ανάπτυξη αντοχής στις αποτυχίες. Από την άλλη είναι μάλλον ασύμβατος ο λογοτεχνικός λόγος με την ξερή επιστημονική γραφή. Ας πούμε, όμως, πως η βιολογία ίσως επιτρέπει μια άλλη, πιο λοξή ματιά στα ζητήματα της λογοτεχνίας· «μοριακή ζωή, μοριακή γραφή» μου είχε πει κάποτε ένας φίλος και προσπαθώ να το υπενθυμίζω στον εαυτό μου.
Γνωρίζοντας ότι μελετάς τη διαδικασία της γήρανσης του ανθρώπου δεν μπορούσα παρά να το σκεφτώ: μήπως τόσο η ενασχόληση σου με τη συγκεκριμένη επιστήμη όσο και με τη λογοτεχνία είναι ένας τρόπος εξοικείωσης με το αναπόφευκτο του θανάτου;
Εξοικειώνεται αλήθεια ποτέ κανείς με το αναπόφευκτο του θανάτου; Παραπέμπω στο ποίημα «Φόβος» του Ρέυμοντ Κάρβερ για τα αμείλικτα περαιτέρω.
Από τη νουβέλα σου, ως το μυθιστόρημα, την ποίηση και τις μεταφράσεις καταπιάνεσαι με ένα σωρό διαφορετικά θέματα σε διαφορετικούς τόπους: οι προσωπικές αγωνίες ενός μοριακού βιολόγου που μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη, το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ, οι Βαλκανικές ιστορίες του Μιροσλάβ Πένκοφ (βιβλία σε μεταφράσεις δικές σου από τις εκδόσεις Αντίποδες) και η Αμερική του Κάρβερ… Θα έλεγε κάποιος πως η ιστορία και η μνήμη αποτελούν στοιχεία-έννοιες που συνδέουν τα λογοτεχνικά σου «περάσματα» σε ό,τι σχετικό κάνεις. Εσύ τι πιστεύεις;
Πιστεύω πως ανήκω σε εκείνη την μερίδα λογοτεχνών που γράφει και ξαναγράφει το ίδιο βιβλίο. Η ιστορία, μικρή (δηλαδή προσωπική) και μεγάλη (δηλαδή συλλογική) δεν είναι παρά μια έκφανση της μνήμης, με τον ίδιο τρόπο που η μνήμη είναι μια προσπάθεια για ζωή—μια προσπάθεια δηλαδή να μην ξεχάσεις και να μην ξεχαστείς. Έτσι μπλέκεται στο παιχνίδι και ο θάνατος. Και, παρά το ότι δεν γνωρίζω με σαφήνεια τη σχέση του Πένκοφ ή του Κάρβερ με τον θάνατο, στα γραπτά τους η μνήμη και η αναμέτρηση με το παρελθόν είναι κυρίαρχη και πιθανώς αυτό ήταν που με τράβηξε στο έργο τους.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η ποιητική σου συλλογή με τίτλο Bildungsroman. Ένα βιβλίο νοσταλγικό με αναφορές-«εικόνες» από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέχρι της μέρες μας. Αναπολείς συχνά το παρελθόν;
Θυμάμαι λιγότερα από όσα θα ήθελα. Ίσως λοιπόν προσπαθώ «με το στανιό» (όπως έλεγε ο συνονόματος παππούς μου) να θυμηθώ. Πάντως δεν νοσταλγώ, απλώς κοιτάζω καμιά φορά με χαμόγελο το παρελθόν να απομακρύνεται στον καθρέφτη του οδηγού ενώ προχωράμε, αναπόφευκτα, προς τα εμπρός.
Είναι το Bildungsroman (δυσκολεύομαι τρομερά να προφέρω τη λέξη) μια ποιητική ιστορία της δικής σου ενηλικίωσης και «μαθητείας» στη ζωή όπως μαρτυρά γενικότερα και ο όρος;
Είναι το πιο αυτοβιογραφικό από τα τρία μου βιβλία, αλλά δεν είναι αυτοβιογραφία—είναι (και ίσως ακουστεί υπερφίαλο) η προσπάθεια να συμπυκνώσω την ενηλικίωση της γενιάς μου σε τριάντα τέσσερα ποιήματα. Είμαστε, εμείς οι γεννημένοι στο μεταίχμιο των δεκαετιών του ΄70 και του ΄80, μια πολύ ιδιαίτερη γενιά: γεννηθήκαμε σε έναν κόσμο ο οποίος άλλαξε άρδην γύρω στο 2000, τόσο τεχνολογικά (π.χ. ο κατακλυσμός του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης) όσο και κοινωνικά (π.χ. η κατάρρευση των χωρών του ανατολικού μπλοκ, η Ε.Ε., οι απανωτές οικονομικές κρίσεις, η μαζική φυγή στο εξωτερικό με το βλέμμα διαρκώς στην Ελλάδα). Έτσι, αν και δεν είμαστε ούτε δαχτυλοδεικτούμενοι «μπούμερς» ούτε επιδραστικοί «μιλένιαλς», είμαστε νομίζω οι άνθρωποι εκείνοι που άλλαξαν περισσότερες φορές τον προσανατολισμό τους στο πρόσωπο μιας διαρκώς μεταλλασσόμενης πραγματικότητας. Με ενδιαφέρει όσο τίποτα να μιλήσω για τη γενιά μου, αν και ανακαλύπτω πως δεν είναι απλό.
Το 2020 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη και η ανθολογία των ποιημάτων του Ρέυμοντ Κάρβερ «Εκεί που είχαν ζήσει» σε δική σου μετάφραση. «Φταίει», άραγε, ο Κάρβερ που δοκιμάστηκες ο ίδιος και ως ποιητής ή όχι;
Θα απαντήσω αλλιώς σε αυτό το ερώτημα: είχα διαβάσει τα διηγήματα στο «Ανατολικά της Δύσης» του Πένκοφ πριν ολοκληρώσω τον Καρυότυπο. Χρόνια μετά, όταν επανήλθα στο βιβλίο αυτό ώστε να το μεταφράσω, συνειδητοποίησα πως υπήρχε μια συγγένεια ανάμεσα στον τρόπο που ο Πένκοφ έκοβε τις φράσεις του και στο τρόπο που τις έκοβα εγώ στον Καρυότυπο. Ήταν μια αποκάλυψη εκ των υστέρων για μένα, μια επιρροή που ούτε καν φανταζόμουν. Θα ήταν λοιπόν ψέμα να πω πως δεν «φταίει» ο Κάρβερ για το Bildungsroman. Είναι προφανές, και χρονικά, πως με επηρέασε το ότι βυθίστηκα στον ποιητικό κόσμο του Αμερικανού συγγραφέα. Όμως, νομίζω πως ο βηματισμός των ποιημάτων μου δεν είναι «καρβερικός». Κάποια στιγμή, ίσως σε κάποια χρόνια από σήμερα, σίγουρα θα αποκαλυφθεί η ακριβής συνάφεια. Όπως λέει και ο ίδιος ο Κάρβερ άλλωστε: «[…] Περνάμε ωραία εδώ. Ελπίζουμε όμως πως σύντομα όλα θ’ αποκαλυφθούν.»
Πώς ήταν/ είναι η ζωή σου σε συνθήκες πανδημίας;
Εμείς ήμασταν από τους τυχερούς της πανδημίας: κανένας δικός μας άνθρωπος δεν αρρώστησε, η θέση στο πανεπιστήμιο δεν κινδύνευσε, η εργασία μέσω υπολογιστή ήταν ούτως ή άλλως μέρος της πραγματικότητας μας. Από την άλλη βέβαια, οι φοιτητές μου πέρασαν δύσκολα, το εργαστήριο επιβράδυνε πολύ τους ρυθμούς δουλειάς και, τελικά, έχουμε καταλήξει όλοι να επιδεικνύουμε σημάδια «zoom-fatigue», δηλαδή κούρασης λόγω τηλεργασίας. Πάντως, θα ήταν καλό να έχουμε όλοι μας επίγνωση του γεγονότος πως θα αλλάξουν πολλά πράγματα στο εγγύς μέλλον και θα πρέπει να είμαστε άπαντες σε εγρήγορση.
Πώς βλέπεις (δεδομένης και της επιστημονικής σου ιδιότητας) τη γενικότερη σύγχυση/ανασφάλεια που επικρατεί σχετικά με το θέμα του εμβολιασμού κατά της Covid-19;
Πιστεύω πως αυτό πηγάζει από δύο τινά. Πρώτον, από το γεγονός πως το μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δώσει (κραυγαλέα δυνατή) φωνή σε ανθρώπους και τάσεις που, αν και υπήρχαν πάντοτε, τώρα κατακλύζουν τα ψηφιακά περιβάλλοντά μας. Δεύτερον, από το ότι οι επιστήμονες δεν καταφέραμε ποτέ να γίνουμε κοινωνοί τόσο της βαρύτητας όσο και της σημασίας των επιτευγμάτων που, τελικά, θα μας βγάλουν από την πανδημία. Ειλικρινά, δεν έχω κανένα πρόβλημα να κουβεντιάσω με κάποιον που φοβάται ή ανησυχεί· θα πρέπει όμως να σεβαστεί κι εκείνος τα λόγια ενός ειδικού στο θέμα, να δείξει μια στοιχειώδη εμπιστοσύνη. Όλα καταλήγουν σε αυτό που λέμε «ανθρωπιά», δηλαδή σε έναν σεβασμό στον άλλο—χρειάζεται διαρκής προσπάθεια η «ανθρωπιά» της επιστήμης να έρθει πιο κοντά στον πολίτη, να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης. (Πώς γίνεται άραγε όλοι να θέλουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, αλλά την ίδια στιγμή να μην έχουν εμπιστοσύνη στους «σπουδαγμένους»;)
Η απόφαση να ζήσεις στη Γερμανία ήταν για εσένα μια καλά «ζυγισμένη» επιλογή ή μια «φυσική συνέχεια των πραγμάτων;»
Το 2012, όταν είχα ήδη σχεδόν τέσσερα χρόνια μεταδιδακτορικής έρευνας στη Μεγάλη Βρετανία μου έγιναν τρεις προτάσεις για να αποκτήσω τη δική μου ερευνητική ομάδα. Εκ των τριών, εκείνη από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας ήταν η (επιστημονικά) πιο δελεαστική—εξού και η μετακόμιση στη Γερμανία, παρά τη πολύ μέτρια σχέση με την γλώσσα, το γεγονός πως τα παιδιά θα μεγάλωναν σε ένα σύστημα που δεν γνωρίζαμε καλά, κτλ. Πάντως, έχοντας ζήσει ήδη 8 χρόνια στη Γερμανία και πάνω από 13 εκτός Ελλάδας, δεν μετανιώνω για την επιλογή αυτή, στην οποία βέβαια και ο παράγοντας τύχη έπαιξε (όπως πάντα) τον κρίσιμο ρόλο του.
Σκέφτεσαι να επιστρέψεις κάποτε μόνιμα στην Ελλάδα;
Σκέφτομαι διαρκώς πως έχω ένα ανεκπλήρωτο χρέος στο ελληνικό πανεπιστήμιο που με μεγάλωσε επιστημονικά—και θα βρω έναν τρόπο να το ξεπληρώσω.
Συμφωνείς με τον όρο Brain Drain; Θεωρείς ότι μπορεί να περιγράψει τη δική σου περίπτωση;
Όταν έφυγα για το μεταδιδακτορικό μου στην Οξφόρδη δεν επρόκειτο για brain drain, αλλά για μια συνειδητή επιλογή να κάνω έρευνα σε ένα περιβάλλον υψηλής ποιότητας—να δω πώς είναι. Το ότι ήταν πιο πρόσφορο το έδαφος να στελεχώσω (και μιλώ σε πρώτο ενικό εν είδει παραδείγματος) ερευνητικά και διδακτικά πανεπιστήμια της Γερμανίας είναι όντως brain drain, καθώς θα περίμενε κανείς πως η Ελλάδα θα φρόντιζε να φέρει πίσω κάποιους εκ των επιστημόνων που ανέθρεψε και οι οποίοι θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν τον ερευνητικό και πανεπιστημιακό ιστό της. Δεν υπάρχει όμως (σοβαρός) τέτοιος σχεδιασμός. Δεν παύω να ελπίζω πως θα υπάρξει—κυρίως το θάρρος για έναν τέτοιο σχεδιασμό.
Πώς είναι να είσαι ταυτόχρονα επιστήμονας, λογοτέχνης και πατέρας;
Έχω δυο γιούς, εννέα και έντεκα ετών πια. Ο χρόνος μιας ημέρας δεν είναι ποτέ αρκετός, μεγαλώνω κι εγώ και οι αντοχές μου φθίνουν σιγά σιγά, αλλά δεν θα άλλαζα καμία από τις τρεις ιδιότητες. Ίσως, αν μου δινόταν η ευκαιρία από την αρχή, θα προσπαθούσα να τα έκανα και τα τρία λίγο καλύτερα.
Όσοι σε ακολουθούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ξέρουμε ότι έχεις και ένα αδιαμφισβήτητο ταλέντο στη φωτογραφία. Πες μας δυο λόγια για την αγάπη σου αυτή.
Τη χρονιά της μετακόμισης από την Οξφόρδη στην Κολωνία, αγόρασα την πρώτη μου «σοβαρή» φωτογραφική μηχανή. Είχα μόλις γνωριστεί με τον κόσμο της Βίβιαν Μάιερ, εκείνης της παράξενης γκουβερνάντας που σε κάθε ρεπό ή έξοδό της έπαιρνε μαζί τη φωτογραφική της μηχανή και μας έδωσε τα πρώτα συνταρακτικά δείγματα αυτού που σήμερα ονομάζουμε street photography. Έβγαινε έξω και ήξερε πως είχε τη δυνατότητα να απαθανατίσει μόνο δώδεκα ενσταντανέ. Σκέφτηκα πως ίσως μπορούσα να κάνω κάτι παρόμοιο—ένας διαφορετικός τρόπος αφήγησης ή μνήμης. Αυτό με επηρέασε, όπως με επηρέασαν πχ. και ο Πένκοφ ή ο Κάρβερ στους οποίους αναφερθήκαμε πιο πάνω. Όλα με τον ίδιο τρόπο συμβαίνουν τελικά, αυτό συνειδητοποιώ καθώς γράφω αυτές τις γραμμές. Πάντως, τελευταία φωτογραφίζω όλο και περισσότερο με το κινητό και όλο και πιο συχνά τους γιους μου.
Νομίζω, σου αρέσει πολύ και το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ… (;)
Το μπάσκετ. Αν μπορούσα θα έπαιζα όλη μέρα (δεν μπορώ πια). Αν μπορούσα θα τα παρατούσα όλα για να γίνω επαγγελματίας μπασκετμπολίστας, αλλά δεν έχω το ταλέντο. Αρκούμαι λοιπόν στο να παίζω με αντίπαλους τους μικρούς, οι οποίοι σύντομα θα με κερδίζουν χωρίς κόπο.
Σκέφτηκες ποτέ ότι η ενασχόληση με πολλά-διαφορετικά πράγματα μπορεί να επηρεάσει την προσήλωσή σου σε έναν συγκεκριμένο «στόχο»;
Υπάρχει μια ωραία ιστορία για αυτό. Όταν είχα πια επισήμως αποδεχθεί την θέση στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας, λίγες βδομάδες πριν αφήσω πίσω μου την Οξφόρδη, ένας καθηγητής από το ινστιτούτο στο οποίο δούλευα, με κέρασε έναν αποχαιρετιστήριο καφέ και μου έδωσε την εξής συμβουλή: πρέπει να σταματήσεις τώρα όλα αυτά τα λογοτεχνικά, κτλ. Αν αφοσιωθείς αποκλειστικά στην έρευνά σου, πιστεύω πως θα κάνεις σημαντικά πράγματα. Τον ευχαρίστησα, φυσικά, για τα καλά λόγια και για τη συμβουλή του, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την ακολουθήσω. Δεν το μετανιώνω, ούτε έχω την απορία του τι θα είχα καταφέρει (ή δεν θα είχα καταφέρει) αν όντως την είχα ακολουθήσει.
Μπορείς να συνοψίσεις την εποχή που ζούμε σε μια φράση ή έναν στίχο που σου αρέσει;
Νομίζω, άθελά μου, τον ανέφερα πιο πάνω: «[…] Όλοι μας, όλοι μας, όλοι μας/ προσπαθούμε να σώσουμε/ τις αθάνατες ψυχές μας, με κάποιους τρόπους/ που μοιάζουν πιο/ έμμεσοι και πιο μυστήριοι/ από άλλους. Περνάμε/ ωραία εδώ. Ελπίζουμε όμως/ πως σύντομα όλα θ’ αποκαλυφθούν.» από το ποίημα του Ρ. Κάρβερ «Στην Ελβετία».
Άκης Παπαντώνης