Federico García Lorca
Η παρθένα, ο ναύτης και ο σπουδαστής (1928)
Μετάφραση: Ηλίας Οικονομόπουλος (2021)
ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Η ΠΑΡΘΕΝΑ
ΜΙΑ ΓΡΙΑ
Ο ΝΑΥΤΗΣ
Ο ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ
Η ΜΗΤΕΡΑ
Μπαλκόνι.
ΓΡΙΑ – (Στον δρόμο.) Σαλιγκάααρια. Μαγειρεύονται με δυόσμο, σαφράνι και φύλλα δάφνης.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Σαλιγκαράκια του αγρού. Μοιάζουν, έτσι που ’ναι στριμωγμένα στο πανέρι, με αρχαία πόλη της Κίνας.
ΓΡΙΑ – Τούτη εδώ η γριά τα πουλάει. Είναι μεγάλα και σκουρωπά. Τέσσερα απ’ αυτά τα βάζουνε με φίδι. Τι σαλιγκάρια! Θέ μου, τι σαλιγκάρια!
ΠΑΡΘΕΝΑ – Άσε με να κεντήσω. Τα μαξιλάρια μου δεν έχουν τ’ αρχικά μου και τούτο πολύ με φοβίζει… Γιατί ποια κοπελίτσα στον κόσμο δεν έχει σημαδέψει τα φορέματά της;
ΓΡΙΑ – Ποιο είναι τ’ ονοματάκι σου;
ΠΑΡΘΕΝΑ – Εγώ κεντάω στα ρούχα μου όλο το αλφάβητο.
ΓΡΙΑ – Για ποιο λόγο;
ΠΑΡΘΕΝΑ – Για να με φωνάζει όποιος άντρας είναι μαζί μου κατά πως θέλει.
ΓΡΙΑ – (Λυπημένη.) Τότε είσαι ξεδιάντροπη.
ΠΑΡΘΕΝΑ – (Χαμηλώνοντας τα μάτια.) Ναι.
ΓΡΙΑ – Θα σε λέει δηλαδή Μαρία, Ρόζα, Τρινιδάδ; Σεγισμούνδα;
ΠΑΡΘΕΝΑ – Κι άλλα, κι άλλα.
ΓΡΙΑ – Εουστάκια; Ντοροτέα; Χενάρα;
ΠΑΡΘΕΝΑ – Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα…
(Η ΠΑΡΘΕΝΑ σηκώνει τις παλάμες της, αδυνατισμένες απ’ την αγρύπνια στα μετάξια και τους καμβάδες. Η ΓΡΙΑ το σκάει στηριγμένη στον τοίχο, δίπλα σε μια Σιβηρία από σκούρα κουρέλια, όπου ψυχορραγεί το πανέρι γεμάτο από ξεροκόμματα.)
ΠΑΡΘΕΝΑ – Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν. Μέχρι εδώ καλά είναι. Πάω να κλείσω το μπαλκόνι. Θα συνεχίσω το κέντημα πίσω απ’ τα τζάμια.
(Διακοπή.)
Η ΜΗΤΕΡΑ – (Από μέσα.) Κόρη μου, κόρη μου, κλαις;
ΠΑΡΘΕΝΑ – Όχι. Είναι που αρχίζει να βρέχει.
(Μια βενζινάκατος γεμάτη με γαλάζιες σημαίες διασχίζει τον κολπίσκο αφήνοντας πίσω το τρεμουλιαστό τραγούδι της. Η βροχή φοράει στην πόλη τον σκούφο του διδάκτορα της Φιλοσοφίας. Στις ταβέρνες του λιμανιού ξεκινάει ένα μεγάλο γύρω γύρω όλοι από τους μεθυσμένους ναύτες.)
ΠΑΡΘΕΝΑ – (Τραγουδώντας.)
Άλφα, Βήτα, Γάμα.
Θε’ να μείνω με ποιο γράμμα;
Από Νι αρχίζει ο Ναύτης
Κι από Σίγμα ο Σπουδαστής,
Άλφα, Βήτα, Γάμα.
ΝΑΥΤΗΣ – (Μπαίνοντας.) Εγώ.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Εσύ.
ΝΑΥΤΗΣ – (Λυπημένος.) Δεν αξίζει πολλά το καράβι.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Θα του βάλω σημαίες και ζαχαρωτά.
ΝΑΥΤΗΣ – Αν θελήσει ο καπετάνιος.
(Παύση.)
ΠΑΡΘΕΝΑ – (Λυπημένη.) Δεν αξίζει πολλά το καράβι!
ΝΑΥΤΗΣ – Θα το γεμίσω με κεντημένες δαντέλες.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Αν μ’ αφήσει η μάνα μου.
ΝΑΥΤΗΣ – Σήκω πάνω.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Για ποιο λόγο;
ΝΑΥΤΗΣ – Για να σε δω.
ΠΑΡΘΕΝΑ – (Σηκώνεται.) Να ’μαι.
ΝΑΥΤΗΣ – Τι όμορφα μπούτια που έχεις!
ΠΑΡΘΕΝΑ – Από μικρή καβαλούσα ποδήλατο.
ΝΑΥΤΗΣ – Εγώ ένα δελφίνι.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Κι εσύ είσαι όμορφος.
ΝΑΥΤΗΣ – Όταν είμαι γυμνός.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Τι ξέρεις να κάνεις;
ΝΑΥΤΗΣ – Να τραβάω κουπί.
(Ο ΝΑΥΤΗΣ παίζει το ακορντεόν, σκονισμένο και κουρασμένο σαν τον 17ο αιώνα.)
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – (Μπαίνοντας.) Προχωράει υπερβολικά γρήγορα.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Ποιος προχωράει γρήγορα;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Ο αιώνας.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Είσαι αναστατωμένος.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Είναι γιατί το βάζω στα πόδια.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Ποιος σε κυνηγά;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Ο χρόνος που ζυγώνει.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Δεν είδες το πρόσωπό μου;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Γι’ αυτό σταμάτησα.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Δεν είσαι μελαψός.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Είναι γιατί ζω τη νύχτα.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Τι θέλεις;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Δώσε μου νερό.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Δεν έχουμε στέρνα.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Εγώ όμως πεθαίνω από δίψα!
ΠΑΡΘΕΝΑ – Θα σου δώσω γάλα απ’ τα στήθη μου.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – (Ξαναμμένος.) Γλύκανε το στόμα μου.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Αλλά είμαι παρθένα.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Ρίξε μου μια σκάλα και θα περάσω τη νύχτα στο πλάι σου.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Είσαι άσπρος και θα ’σαι πολύ κρύος.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Έχω μεγάλη δύναμη στα μπράτσα μου.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Θα σ’ άφηνα αν ήθελε η μάνα μου.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Άντε.
ΠΑΡΘΕΝΑ – Όχι.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Και γιατί όχι;
ΠΑΡΘΕΝΑ – Έτσι. Γιατί όχι…
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ – Άντε…
ΠΑΡΘΕΝΑ – Όχι.
(Γύρω από το φεγγάρι γυρίζει μια ρόδα από σκούρα μπρίκια. Τρεις σειρήνες, τσαλαβουτώντας στα κύματα, πλανεύουν τους καραμπινιέρους της απόκρημνης ακτής. Η ΠΑΡΘΕΝΑ στο μπαλκόνι της σκέφτεται να δώσει ένα σάλτο από το γράμμα Ω και να πέσει στην άβυσσο. Ο ΕΜΙΛΙΟ ΠΡΑΔΟΣ και ο ΜΑΝΟΛΙΤΟ ΑΛΤΟΛΑΓΙΡΕ [1], με πρόσωπα κατάλευκα από τη ναυτία, σαν αλευρωμένα, την τραβούν απαλά από το στηθαίο.)
(Αυλαία.)
[1] Ο Εμίλιο Πράδος και ο Μανολίτο Αλτολαγίρε ήταν Ισπανοί ποιητές, φίλοι του Λόρκα και δημιουργοί του λογοτεχνικού περιοδικού Sur, μέσα από το έργο των οποίων αναδείχθηκε η περίφημη λογοτεχνική «Γενιά του ’27», στην οποία ανήκε και ο ίδιος ο Λόρκα (σ.τ.Μ.)
Ο Ηλίας Οικονομόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Έχει σπουδάσει Ισπανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, μεταπτυχιακό στην καταλανική, γαλικιανή και βασκική λογοτεχνία, και είναι διδάκτωρ μεσαιωνικής καταλανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Alicante. Ασχολείται με τη διδασκαλία και μετάφραση ισπανικών, πορτογαλικών, καταλανικών και αγγλικών, και έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις του στην Ισπανία, όπου πρόκειται σύντομα να εκδοθεί ένα βιβλίο του. Κατά καιρούς ασχολείται με την επιμέλεια βιβλίων και άρθρων στα ελληνικά και τα ισπανικά. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί κατά το παρελθόν σε περιοδικά και ιστοσελίδες. Αγαπημένες του ασχολίες το ερασιτεχνικό θέατρο και το σκάκι (προπονεί μαθητές από το 1997).