Εργάκι απατηλό, δίχως ελπίδα που παίζεται από συνήθειο,
όπως κανείς ερωτεύεται παράφορα και έπειτα το ανάπτυγμα γκρεμίζεται.
Εργάκι αυτού του κόσμου, μικρό ισοδύναμο κάποιου Σεπτέμβρη, πρώτη, ΄39.
Έκτοτε το γαλάζιο μου στενό δεν το αγαπώ το ίδιο.
Ίσως γιατί τα καλύτερα κορίτσια ταξίδεψαν.
Τόνια, Φρίντα, Κατερίνα, Ελένη.
Τρυφεροί μου χαρταετοί.
[Δυο γυναίκες συζητούν μες σε μια μικρή κουζίνα. Οι τοίχοι είναι σχεδόν πράσινοι από την υγρασία. Είναι ντυμένες στα μαύρα μα φορούν πολύχρωμες ζακέτες που όλο σφίγγουν στο στήθος τους καθώς μιλούν. Κουμπώνουν ένα φανταστικό κουμπί, φροντίζουν το μπάλωμα στο φεγγάρι που προέκυψε αναπάντεχα, ψηλαφίζουν τις άκρες της νύχτας, τίποτε δεν βρίσκουν και είναι αυτό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους. Αυτές οι ζακέτες είναι το δεύτερο δέρμα τους. Η μία ονομάζεται Άννα και δεν είναι πάνω από τριάντα χρονών. Η άλλη, η Κλάρα κάπως πιο όμορφη βρίσκεται κοντά στα είκοσι και διαθέτει μακριά μαύρα μαλλιά που ξεχωρίζουν. Ακούγεται δυνατά το ρολόι και ο ήχος του βραστήρα και η διαστολή του πάγου μες στο παλιό ψυγείο που κάθε τόσο μουγκρίζει, μουγκρίζει, μουγκρίζει. Μες στην κουζίνα βρίσκονται σαν να λέμε τρία τέρατα, ακριβώς όπως αυτά που γεννά η ίδια η λογική αυτήν την φορά. Πίσω, αχνά δίχως αιτία τραγουδά το ραδιόφωνο μελωδίες του ΄60 που αρέσουν στα μεθυσμένα από τον έρωτα παιδιά. Τώρα βγάζουν όμως μια πίκρα πρωτόγνωρη και χρειάζεται πολλή θέληση για να τα υπομείνει κανείς έτσι που κλαίνε σπαραχτικά μες στο μεσημέρι και πίσω από την βροχή. Οι δυο γυναίκες μιλούν. Η Κλάρα, η εικοσάχρονη φτιάχνει κάθε τόσο τον σάκο της. Θα πάει κάποιο ταξίδι, αυτό είναι βέβαιο. Εκείνο όμως που έχει αληθινό ενδιαφέρον είναι ο προορισμός. Γιατί η Κλάρα θα πάει το Σάββατο στην κοντινή πόλη για να πάρει μέρος στο φεστιβάλ των δακρύων. Κάθε χρόνο, όταν τελειώνει ο θερισμός οι άνθρωποι του κάμπου διασκεδάζουν παρατηρώντας τις θρηνωδίες των συμμετεχόντων. Στο τέλος του φεστιβάλ η πόλη έχει πλαντάξει στο κλάμα και ο νικητής βρίσκεται κιόλας μεθυσμένος στο μπαρ, ναυάγιο και έργο μισοτελειωμένο.]
Κλάρα: [θυμωμένα] Θα έπρεπε να συμμεριστείς την χαρά μου. Εσύ όμως, Άννα, για άλλη μια φορά διαλέγεις…
Αννα : [με ύφος, ενοχλημένη, κοιτώντας αλλού] …διαλέγω να κρατήσω τα μεροκάματά μας για μια άλλη περίσταση, κάτι που να μπορούμε, να μπορούμε…
Κλάρα : [σταματά ότι κάνει, κοιτάζει τον βραστήρα, καίγεται. Όλα είναι γρήγορα, δίχως διακοπή, μια αληθινή ζωή μες στην υγρή κουζίνα]
Σίγουρα θα μπορούμε! Έτσι που κλαίω με το τίποτε, έτσι που με κάνεις εσύ να κλαίω, το πρώτο βραβείο είναι κιόλας δικό μας.
Άννα : Το πρώτο βραβείο! Και τι με αυτό, τι;
Κλάρα : [την πλησιάζει απειλητικά, η υπομονή της έχει ξοδευτεί κομμάτι] Το πρώτο βραβείο που το περιφρονείς είναι χίλια δολάρια. Τα παίρνουμε και ταξιδεύουμε αδερφούλα μου όπου τραβά η ψυχή σου. Σίγουρα μακριά από εδώ [κοιτάζει με αηδία την μικρή κουζίνα, ίσως να βεβαιώνεται απογοητευμένα πως όλα δουλεύουν. Ο κόσμος, το ρολόι, η Άννα, η ζωή τους]
Άννα: [γυρνά διστακτικά, οι άμυνές της έπεσαν, πάει χαμένη] Ως την θάλασσα;
Κλάρα: [της χαϊδεύει τα μαλλιά] Ναι, ως την θάλασσα! Και ως εκεί που κρύβεται ο Θεός όταν θέλει να μείνει μόνος, το φαντάζεσαι;
Άννα: [φροντίζει τον σάκο, σαν να είναι δικός της ο σκοπός της Κλάρα] Ελπίζω να πήρες ζεστά ρούχα και το εικόνισμα της Μαρίας των Φτωχών που, θε μου, μας σκεπάζει με τις φτερούγες της. Πρέπει ακόμη να προσέχεις, εκεί μαζεύονται αγρότες του κάμπου, αληθινά διψασμένοι για κορίτσια και αν τους γυαλίσεις, τότε πάει, σε αρπάζουν και χάθηκες.
[σταματά ότι κάνει, κοιτάζει την Κλάρα με νόημα, ισιώνοντας την ζακέτα της]
Θα σου τάξει περιδέραια, βαριά χρυσά υφάσματα μόνο και μόνο για το άνθος σου. Θα πρέπει να πεις όχι, όχι, όχι, με ακούς; Ξέρεις Κλάρα, είσαι μικρή και δεν τα λογαριάζεις όλα, μα εκεί έξω Κλάρα, οι άνθρωποι μισούν όσους ξέπεσαν από έρωτα.
Κλάρα: [ενοχλημένα] Θα είμαι προσεκτική. Θα δεις, χίλια δολάρια και πίσω και τότε όλοι θα μιλούν για μας και θα ζηλεύουν που τραβάμε για τον ωκεανό. Θα δεις!
Άννα: [σβήνει τον βραστήρα, ρυθμίζει το ρολόι, γυρεύει στις τσέπες της κάτι, ένα ουρλιαχτό που ακούγεται και ο ήχος του αμαξιού, τίποτε δεν σημαίνουν, τίποτε πια] Πρέπει να σκεφτείς στα αλήθεια κάτι λυπητερό.
Κλάρα: Δεν είναι τίποτε για μένα.
Άννα: Ας πούμε, τότε που σε χτύπησε ο πατέρας γιατί άφησες ελεύθερο το νεογέννητο πουλάρι ή μια άλλη φορά στην ταβέρνα που ΄ρθες με το φουστάνι σου σκισμένο και ήταν άνοιξη και η μητέρα σε κοίταξε υποτιμητικά, εσύ δεν αξίζεις ένα ολοκαίνουριο φουστάνι, εσύ είσαι μια άξεστη, το φαγί που αγαπούν τα αρπακτικά του κάμπου και οι πλανόδιοι. Συλλογίσου, τότε που έφευγε ο πατέρας, βαρύ, μολυβένιο βράδυ και ο ήχος του ρολογιού που τα ΄πνιξε όλα μες στο αδειανό ποτήρι. Ή εκείνη την φορά, εκείνη την φορά που σε χτύπησε το άλογο στο μέτωπό σου και είχες πυρετό δυο μέρες, παραληρώντας, καλπάζοντας τριγύρω, με την σκόνη του μεσημεριού για συντροφιά σου. Αυτό ήταν θυμάμαι το όνειρό σου. Χίλια δολάρια, είπες;
Κλάρα: [την πλησιάζει και την φιλά, φτιάχνοντας τα μαλλιά της που πέφτουν στο μέτωπο] Τις ώρες μακριά σου, αυτό θα σκέφτομαι. Και θα κλάψω, όσο περισσότερο μπορώ και όλα θα επιστρέφουν εντός μου και το κουφό παιδί στην άκρη του νερού θα τραγουδήσει, πρώτη και τελευταία φορά.
[όλα τα παραπάνω τα λέει μυστικά, μες στην αγκαλιά της. Η Άννα την απωθεί. Πιάνει τα χέρια της, σαν να μιλά μια άλλη γλώσσα παραστατική. Κοιτάζει την Κλάρα και μιλά.]
Άννα : [ψιθυριστά] Αν θέλεις να κλάψεις με την ψυχή σου, τότε συλλογίσου πως σε λίγες εβδομάδες από σήμερα δεν θα βρίσκομαι κοντά σου Κλάρα. Ο ιατρός είπε πως δεν μπορεί να γίνει τίποτε και πως αν το θέλω μπορώ να ταξιδέψω ως τον ωκεανό, αφού όλα Κλάρα, όλα εκτός από την θάλασσα στέκουν απόψε τόσο εχθρικά απέναντί μου, καλή μου.
[Το έργο τελειώνει με την μαρκίζα που αναβοσβήνει πίσω από τα κορίτσια. Νοσοκομείο «Ελπίς» που φέγγει και θε μου, τι θηριωδία. Ανάμεσα στην σκηνή και την πλατεία παρεμβάλλεται τώρα ένας γκρεμός. Όλες οι βιογραφίες απόψε, γράφτηκαν για πάντα στο νερό.]