Γιώργος Καφετζής | Υποβρυχηθμοί

© Michael Ackerman

Αποφασισμένος απόψε ο άνεμος, λυσσομανάει και θερίζει. Μου θυμίζει τα πνευστά του Sexton και τις πελώριες, ατελείωτες μωβ κουρτίνες της σκηνής του κινηματογράφου πίσω του. Τρεις του Σεπτέμβρη, μερικές ριπές χρόνου πριν σε γνωρίσω, σε μια πόλη που έμελλε να στοιχειωθεί. Ή μάλλον να δεις που στοιχειωμένη ανέκαθεν υπήρξε, απλώς απέμεινε για τα διαδικαστικά η ιστορία να εκτυλιχθεί και η πραγματικότητα να διαπιστωθεί. Το πλήρωμα του χρόνου σε μια ακόμα ληστρική επιδρομή χωρίς την παραμικρή αισθαντικότητα.

Με συμβουλεύουν να αποφεύγω την πυκνή γραφή. Τις περίπλοκες, αθησαύριστες λέξεις. Τις καταχρήσεις, τις καταδύσεις και τις καταιγίδες. Τα αναμμένα μάτια, την πυρωμένη σόμπα, τους στυγνούς έρωτες με τα γερά στομάχια και τις αποτρόπαιες διαθέσεις. Εσένα.

Σιγά που θα κατάφερνα ποτέ να γράψω πως

Μου λείπεις.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, το κανάλι με το νούμερο είκοσι οκτώ έπιανε Mezzo. Κλασσική μουσική μέχρι ο ήλιος να δύσει και έπειτα η κλυδωνιζόμενη σκυτάλη περνούσε σε κονσέρτα της τζαζ που αδιαμαρτύρητα κάθε βράδυ ανελάμβαναν να σιγοντάρουν χωρίς το παραμικρό ολίσθημα τις διαφορετικές εκφάνσεις του σκότους.

Η τζαζ που μας μεγάλωσε καθήμενους στα πόδια της. Πρώτα στου Μπαράκου: Εμείς με τον Γιώργο, τον Σάκη, τον Πητ, και στην αντίπαλη ομάδα οι ιέρειές της να μας προσφέρουν μπαμπάκι, σχοινί και ηδύποτα προς ερεθισμό και τέρψιν της δικής μας άσβεστης ηδυπάθειας. Κάθε βράδυ νικούσαμε και κάθε βράδυ νικημένοι σηκωνόμασταν να κινήσουμε. Για πού; Αλήθεια, για πού.

Και τότε η τζαζ ευτυχώς και στοργικώς μας μπουρδούκλωνε. Πέφταμε στο πάτωμα, έπεφτε από πάνω μας, μας κράταγε τους καρπούς και μας φιλούσε το σβέρκο. Κυρτώναμε ίδιοι τόξα και αυτή αεικίνητο βέλος με ένα τίναγμα αίφνης επόμενους στόχους αναζητούσε. Μία ακόμα ληστρική επιδρομή, χωρίς την παραμικρή αισθαντικότητα. Και μετά, μετά υφάλμυρη νηνεμία. Σηκωνόμασταν αργά, ματωμένοι, χαρούμενοι, ορκισμένοι πάντοτε να επιστρέφουμε. Κάθε φορά, μηδεμιάς εξαιρουμένης, παρεκτός της τρίτης του Σεπτέμβρη, μερικές ριπές του χρόνου πριν σε γνωρίσω.

Σιγά που θα κατάφερνα ποτέ να γράψω πως

Κάποιες πληγές δεν επουλώνονται ποτέ.

Εκείνο το zapping έμελλε να είναι το καθοριστικό. Νούμερο είκοσι οκτώ, Mezzo.
Έκτοτε. Διά παντός. Σταματημένο εκεί. Ας είναι.

Τρία χρόνια μετά κρατάς το ολιγοσέλιδο αντίτυπο με το μίνιμαλ εξώφυλλο και το όνομά σου για τίτλο. Περιορισμένης κυκλοφορίας, μα να που σου απεστάλη επί προσωπικού και καταφέρνει ένα χαμόγελό σου. Αναρωτιέσαι προς στιγμήν πόσα χρόνια πέρασαν και πού μπορεί να βρίσκομαι, και αφού δε βρίσκομαι εκεί, όλο και κάπου αλλού θα είμαι. Προς εκπλήξεως το ξεφύλλισμα άγραφων σελίδων απελευθερώνει άνεμο αποφασισμένο. Λυσσομανάει, θερίζει και αποκαλύπτει πρώτες και τελευταίες συναντήσεις-μνήμες, πρώτες και τελευταίες λέξεις ολιγοσέλιδου αυστηρώς αφιερωμένου και με αποστολή επί προσωπικού:

Συγκεντρώνομαι στον πόνο                   αφήνομαι στον χρόνο                         και οδεύω προς μια

                                                                Αγάπη  Αιώνια

 


Ο Γιώργος Καφετζής γεννήθηκε και μεγάλωσε επιεικώς. Αρνούμενος πεισματικά εις εαυτόν να αγγαρεύει λέξεις για τις απαραίτητες συστάσεις, συνήθως εκθέτει το περιορισμένο του βίου του με εκτενή αναφορά στις ραδιοφωνικές του εκπομπές και τις νευροεπιστήμες.