Με αφορμή το έργο Ο Περσέας με το κεφάλι της Μέδουσας, 1545–54, Φλωρεντία, Loggia dei Lanzi. Και δίχως ίχνος αναφοράς στον έκλυτο, τον γεμάτο ηδονές βίο του ανεπανάληπτου δημιουργού που εθεάθη απόψε τόσο αναπάντεχα στο γαλάζιο μου στενό.
Το γράμμα έφθασε σαν είχε πέσει η νύχτα. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει, ολόκληρο το δουκάτο ήταν ένας άδειος κόσμος κάτω από το αδίσταχτο φεγγάρι. Όμως πέρα από το ρομάντζο, η βροχή είχε πνίξει τους φτωχούς στα γύρω χωριά και από τα μάτια των αγαλμάτων στάλαζαν δάκρυα. Άραγε για ποια ζωή θρηνούν, πες μου, υπάρχει ένα δεύτερο δέρμα κάτω από την παγωμένη τους καρδιά;
Εκείνη δεν αποκρίνεται, κάποιος σέρνει τα βήματά του κάτω από τον ίσκιο των προγόνων που έχουν τα ομορφότερα, ζωγραφισμένα κεφάλια δίχως ίχνος εξωραϊσμού. Η πόρτα βαριά, παραγγελία από την Ραβένα, γεμάτη σκηνές από κάποια ραψωδία, ένας ιππέας καλπάζει μες στους δρόμους, πέρα ηλεκτρική μαίνεται η νύχτα πάνω από την Βαβυλώνα.
Ο άνδρας στην πόρτα δεν μοιάζει με κανέναν από όσους έχει γνωρίσει. Το πρόσωπό του είναι κρυμμένο μες στην κάπα του, τα χνώτα του σχηματίζουν αυτό το κιαροσκούρο που αφήνει τα πράγματα να συνυπάρχουν σε ένα δεύτερο, σκοτεινό επίπεδο, εκεί που τελειώνει η ζωγραφιά και αρχίζει η φαντασία. Ρώτησε αν τάχα γνωρίζονται, αν πρόκειται για κάποιον παλιό φίλο που η ανάγκη τον έφερε ως το κατώφλι του. Μάταια περίμενε μια απόκριση. Όταν έκανε να κλείσει την πόρτα βέβαιος πως απέναντί του έχει την ακριβή εικόνα ενός φονιά, το φως έπεσε στο πρόσωπο του ξένου, έγδαρε μια ιδέα από αυτό και όλα εξηγήθηκαν. Η ομορφιά του υπήρξε κλασσική, τον είχε ξαναδεί μες στους καθρέφτες, ανάμεσα στις πέτρινες μορφές τον είχε ξεχωρίσει πριν από χρόνια. Πάλευε να γεφυρώσει το μυθολογικό κενό όμως η ώρα είχε πια περάσει μαζί και τα χρόνια και η ακμή της σκέψης του. Προς στιγμή θυμήθηκε τον αντεστραμμένο Χριστό και φοβήθηκε πως όσα αγάπησε απόψε επιστρέφουν. Λυσσασμένες αρρώστιες έτοιμες να τον κάνουν κομμάτια. Μοναδική του ελπίδα εκείνη ακριβώς την στιγμή να χάσουν όλα την φόρμα τους μες στο σκοτάδι.
Δεν τον γελούν τα μάτια του, ο άνδρας φέρει μαρμάρινη προσωπίδα, τα χείλη του είναι σφιγμένα και μες στα μάτια του τα πράγματα και οι άνθρωποι κείτονται πνιγμένοι. Το φως θα αχρηστέψει τον ωραίο νέο που δανείζεται από την νύχτα.
Το όνομά του είναι Benvenuto Cellini. Σε αυτόν και σε κανέναν άλλον δεν χρωστά την ύπαρξή του ο Περσέας. Το φως θα τον αχρηστεύσει, αυτός είναι από όνειρο φτιαγμένο. Υπάρχουν ώρες, μέρες, χρόνια που τα χέρια πετούν μακριά τα βαριά σφυριά της υπομονής και φορούν μάσκες σκοτεινών Μινώταυρων. Το παράπονό του είναι αθώο, πρόκειται για ένα ατόφιο μυθιστόρημα που περιέχει τον βαθύτερο χαρακτήρα της ύπαρξής μας.
Δεν απάντησε. Βρήκε τα λόγια του άνδρα σίγουρα, βέβαια, σωστά. Η Φλωρεντία γινόταν ολοένα και ποιητικότερη. Ο άνδρας έκανε ένα βήμα και προχώρησε στον προθάλαμο. Ο άλλος σάστισε μα αυτό δεν ήταν τίποτε σαν αποκαλύφθηκε στο φως του κηροστάτη. Η αρρώστια τον είχε καταβάλλει, ωστόσο παρέμενε ένας αληθινά ωραίος νέος με λεπτή και ευαίσθητη ψυχή. Τα ενδύματά του ήταν λιγοστά, ωστόσο αυτή η γυμνότητα προσέδιδε στην πόζα του ένα ίχνος σκληρότητας. Υπήρξε γλύπτης, αρχαίος ήρωας, τραγούδι στα χείλη των κοριτσιών, διέθετε την πίστη του προφήτη και την αδύναμη καρδιά ενός ονειροπόλου. Στάθηκε σε μια άκρη και έτσι δίχως τίποτε να πει σκέπασε την ντροπή του με μια φτερούγα. Το άγαλμα δίχως καμιά προκάλυψη πια, πόζαρε νωχελικά με το κομμένο κεφάλι ανά χείρας. Είχε λυγισμένο το ένα του πόδι, σαν να στεκόταν από το τίποτε και το βλέμμα του κοιτούσε κάτω στην γη. Πόσες καρδιές γίνηκαν πέτρινες ετούτα τα χρόνια, κανείς δεν θα το πει. Ωστόσο αυτός ο Περσέας φαντάζει εξαιρετικά αληθινός, ένας ήρωας που έρχεται στο φως ξανά και ξανά, όχι για τον τεράστιο άθλο του μα και για τα λάθη που μαρτυρούν την ανθρώπινη εκδοχή του.
Όταν είπε μετά από ημέρες στους φίλους που ρωτούσαν επίμονα, πως στο σπίτι του κατέλυσε ο Περσέας του Benvenuto Cellini κανείς δεν τον πίστεψε. Μόνον ορισμένοι, ζαλισμένοι από το ποτό και τα μισοτελειωμένα ρεφραίν και τον μισοτελειωμένο, πάντα πόλεμο θυμήθηκαν το όνομα του δημιουργού. Τον αποκάλεσαν τρελό και σθεναρά τον αμφισβήτησαν. Μες στο θέατρο της άνοιξης ο χρόνος βρήκε την ευκαιρία και διέφυγε αφήνοντας τον Περσέα είκοσι αιώνες τώρα σε μια παροιμιώδη συστολή. Ο δημιουργός επιδιδόταν ήδη στα τρικ της γοητείας του, παίζοντας με πολύχρωμα μαντίλια, κάτι σαν ταχυδακτυλουργός, κάπως άκομψος και αναποτελεσματικός μα όμορφος πολύ. Είχε μπερδέψει τις ζωές τους και ο χρόνος τους είχε εγκαταλείψει. Κυρίως από φόβο αποτραβήχτηκαν όλοι από κοντά του, κυρίως για το βλέμμα της Μέδουσας που μπορεί να ξυπνήσει ανά πάσα στιγμή κάνοντας τις ζωές τους πέτρινες.
Ο Benvenuto Cellini από την άλλη, είχε πια χαθεί στους κακόφημους δρόμους, ζώντας όπως τα έργα του τις νύχτες. Ολομόναχος μες στην καρδιά ενός απέραντου ταλέντου ο Περσέας του μνημόνευε με την στάση του ένα κουφό παιδί στην άκρη του ποταμιού που λιώνει και κλαίει για το νεκρό, πέτρινο κορίτσι στο βάθος του καθρέφτη.
Για αυτόν τον Περσέα, μια μέρα όλοι θα παραμερίσουν, ξεχνώντας τον τόπο και τον χρόνο. Και δεν θα έχει καμιά σημασία αν απόψε στέκει στο κατώφλι μιας παλιάς, φλωρεντινής έπαυλης ή γυρεύει το χαμένο σώμα της Μέδουσας στα ξενυχτάδικα της Φλωρεντίας, αφού μόνος αυτός, μπορεί να συνοψίσει με τις πτυχώσεις του υλικού του μια ολόκληρη αχανή και περίπλοκη λογοτεχνία.
Απόστολος Θηβαίος