Σαν τυφλός από ασκήμια δεν βλέπομαι
Αφού ηχώ και φοβάμαι επειδή
Μάλλον λάκησα εγώ πριν ανοίξουν οι τάφοι
Ας κατοίκησα κάποτε σε όνειρο τυφλού
Κι ας θυμάμαι σκαρφάλωσα λόφους πολλούς
Μπουσουλώντας σκαρφάλωνα εγώ με τα τέσσερα
Λόφους σκουριάς κι από αλάτι αλλά μαύρο άλλους λόφους
Κι ας σκόνταψα επάνω σε δάκρυα ασχημάτιστα
Αυτά που ποτέ δεν αξιώθηκαν το σχήμα τους
Το κύλισμα της σκάλας ή το στάξιμο
Το γλίστρημα απ’ το μάγουλο στις λίμνες του λαιμού
Και μάλιστα πολλές φορές διακρίνοντας μακριά
Στο βάθος κάπου εκεί ένα φως λιγνό – αιτό
Πιασμένο απ’ την ουρά σε ουράνια σύρματα
Να βολοδέρνει στα χτυπήματα του αέρα – τέτοιο φως
Μπλεγμένο ανάμεσα στο συρματόπλεγμα του νου
Σαν βυθισμένο αστέρι μες στην άγρια καταχνιά
Κι άκουσα αβέβαια βήματα σε κάρβουνο να σέρνονται
Και θρόισμα θάλασσας στο ύψος του αυτιού
Χωρίς τα φύκια όλα ξερά – μπορεί αναδεύοντας
μα δε ριγούσαν του νερού ολοπράσινα μαλλιά – ενώ
Η σχισμή απ’ όπου πέρασε μία μέρα η μέρα το αίμα της
Με των πραγμάτων την εικόνα – να η ρωγμή
Αλλά εγώ σαν τυφλός από ασκήμια δεν βλέπομαι
Γι’ αυτό κρατάω τα μάτια μου κλειστά σαν ραμμένα
Ν’ ακούω της φτέρνας μόνο με ανατρίχιασμα το ακόνισμα
Επάνω στους τροχούς που ενώ ακονίζεται
Με τα σπασμένα της φτερά βαριά ανασαίνει
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Πατρίδα το αίμα – Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996