Αναστάσης Πισσούριος | Η έμψυχη κούκλα

© Jacques Henri Lartigue

Ανοίγω δειλά τα μάτια αποφεύγοντας το φως της μέρας. Ξέρεις, καμιά φορά πονάνε τα μάτια. Τ’ ανοιγοκλείνω ακόμα λίγο. Ξεμουδιάζουν από τις πολλές ώρες στ’ όνειρο. Τώρα βλέπω καθαρά που βρίσκομαι. Το έδαφος είναι σκληρό. Πέτρες και χώματα. Ο ήλιος λάμπει αν και το βλέπω σκοτάδι. Ξέρεις, καμιά φορά δεν είναι όπως φαίνονται τα πράγματα. Κάπου στο βάθος κάποιος κάνει τον σαλτιμπάγκο. Στο βάθος βλέπω ένα τσίρκο. Δεν νομίζω να ‘ναι αργά. Πίσω μου έχει ένα βουνό. Μέχρι να φτάσει κάποιος εκεί θα χρειαστεί σίγουρα αρκετό χρόνο. Γύρω μου μια έκταση. Μια έκταση που σφραγίζει αεροστεγώς την περίπτωση επιστροφής. Ξέρεις, καμιά φορά μπορεί να… Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι. Ο δικός μου χώρος μάλλον είναι αλλά όχι εδώ, όχι. Εγκαταλείπω το απομακρυσμένο. Το φοβάμαι. Θέλω να πιστεύω ότι μια μέρα θα έρθει κάποιος κοντά. Ο σαλτιμπάγκος δεν ήταν άλλο παρά η ασάφεια της εγκατάλειψης. Ξέρεις, ποτέ δεν έχω δει από κοντά άνθρωπο. Πώς είναι; Λένε, έτσι λέω εγώ, ότι μου μοιάζει. Κερνάω… Χωρίς να θέλω να γίνομαι φορτικός και χωρίς να παρεξηγηθώ, εδώ δεν συμβαίνει καμιά εξομολόγηση. Κερνάω ποτά σε όλους τους καλεσμένους. Ο σαλτιμπάγκος εξαφανίζεται σ’ ένα βλέμμα σαν δρόμο. Το τσίρκο κλείνει τις πόρτες του για όλους εκτός από την έμψυχη κούκλα που κουτσαίνει. Παραμένει ο φόβος κάπου τριγύρω ενώ η αιτία του έχει χάσει τα κλειδιά. Εγκλωβίζεται ο φόβος σε μια αποσπασματική κίνηση. Ξέρεις, καμιά φορά δεν βρίσκεις τα κλειδιά. Σε μια τέτοια περίπτωση η μετάθεση του εγώ σ’ ένα άλλο εγώ δημιουργεί τη σχάση του εγώ που συνήθως λέγεται και εγκατάλειψη. Το αποκομμένο κύτταρο του φόβου πολλαπλασιάζεται στις ψηλές τιμές του διαβήτη. Η ψυχρή επανάληψη του φόβου δεν αφήνει κανένα όνειρο να εντοπίσει την πανομοιότυπη επάνοδο του ομοίου. Το πόδι που δεν πατάει καλά κάνει την έμψυχη κούκλα ν’ αφήνει σε κάθε βήμα ένα κατάλοιπο υπερβολής. Βρίσκει μπροστά της ένα γκροτέσκο στόμιο σαν βάραθρο το οποίο τη θέλει να παραμείνει στο σκοτάδι ως εγκατάλειψη. Αυτή, προβάλλοντας ταυτόχρονα τη βίαιη παρουσία της στο φως, βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα της από την ενδομήτρια ζωή με κάποιες λέξεις[1]στοιχεία, απωθημένα στοιχεία του παρελθόντος που υπάρχουν μέσα της και παραμονεύουν σε μια τρύπα στο βασίλειο της φαντασίας. Η κοιτίδα της απουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο της πραγματικότητας. Η έμψυχη κούκλα απολαμβάνει τη νεκροφάνεια ως επιστροφή. Θέλω να οξυγονοκολλήσω τα πρόσωπα από αμφορείς κλεμμένους και να παραδώσω στη γλώσσα αυτό που της κλέψανε.

***


Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή Στην Αιχμή του Πάθους του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawiαπό τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο Μαθθαίννω Κυπριακά από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.