Μπρος στο, ιαπωνικής –εικάζω– κατασκευής φθαρμένο κλειδοκύμβαλο, πάνω απ’ το οποίο τόσοι και τόσοι μαθητές υπέμεναν τα κηρύγματα των αυστηρών, πλην έμπειρων δασκάλων, περί σωστής και ευχάριτος interpretation και perception (πάντα σχετικά με τα μείζονα μουσικά ζητήματα), ξεχωρίζω δυο ροζιασμένα σχεδόν χέρια που μετά μανίας πιέζουν τα μαύρα πλήκτρα, οξύνοντας κι αμβλύνοντας τα μουσικά διαστήματα. Λαχταράνε, θα ‘λεγε κανείς, να βρουν επιτέλους την ηρεμία ενός κόσμου παλιού, όπου το χάος της διαφωνίας τιθασεύεται για χάρη του τελικού αποτελέσματος. Αυτά τα γερασμένα δάχτυλα σφυροκοπούν αλύπητα το πιάνο με μελωδίες που ‘χουμε ξεχάσει πια αν είναι λόγιες ή λαϊκές.
Σαν να θυμάμαι όμως αυτόν τον παλιό απροσδιόριστο ήχο. Μυστηριωδώς, σαν να ‘χει χαραχτεί μες στην ψυχή μου. Ίσως βαδίζοντας στους άλλοτε γεμάτους ζωντάνια διαδρόμους, να πέρναγα έξω απ’ την αίθουσα με το καινούριο τότε φρεσκογυαλισμένο πιάνο και να άκουσα τα ίδια χέρια να ανεβοκατεβαίνουν με θαυμαστή ευχέρεια το κλαβιέ. Θα φυσούσε εκείνη τη μέρα και, ως συνήθως, ο φούρναρης θα έβριζε που εξαιτίας του αέρα οι μελωδίες του πιάνου θα μπορούσαν να ταξιδέψουν σ’ όλη τη γειτονιά.
Αντιλαμβάνομαι πως χάθηκα μέσα στις σκέψεις μου, καθώς βαδίζοντας αργά στον άδειο δρόμο περνώ μπροστά από τον ίδιο φούρνο κι ακούω τις εκκωφαντικές σειρήνες. Η απροσδιόριστη μορφή που καθόταν μπροστά στο πιάνο χάθηκε ολότελα κι ακαριαία απ’ το μυαλό μου.
Ο φούρναρης χαϊδεύει ευχαριστημένος την κοιλιά του, τώρα που δεν ηχεί πια μουσική στο δρόμο, τώρα που δεν ταράζει τίποτα πια την ησυχία του· τώρα που νιώθει πλέον ασφαλής.