Είναι φορές που η ελευθερία περιορίζει, έλεγες ξανά και ξανά. Δεν σε πίστεψα στιγμή.Η ελευθερία, εξ ορισμού, απελευθερώνει. Πώς μπορεί να ισχύει το αντίθετο; Αναρωτιόμουν. Ώσπου, εντελώς ξαφνικά και αδόκητα έσπασες σε χίλια μικρά κομμάτια, εδώ χρυσός, εκεί γυαλί, μέχρι και βελούδο μπορντό βρήκα. Μάζεψα κι εγώ τα κομμάτια τα πιο λαμπυριστά,τα πιο ξεχωριστά κι έχτισα τη φυλακή μου με τα υλικά της χαμένης σου ελευθερίας. Όλα τα υπολόγισα ορθά, με ακρίβεια μαθηματική• μέχρι και παράθυρο έφτιαξα, ένα άνοιγμα μικρό, τόσο δα και λευκό, το πιο λευκό που έχεις δει ποτέ. Από εκεί θα δραπετεύω όταν θα θέλω να συναντήσω τον Αργύρη, την Κατερίνα, τον Νίκο, τον λίαν αγαπημένο μου Αλμπέρ…Ύστερα σαν χορταίνω τη συντροφιά τους, θα επιστρέφω πάλι πίσω. Παράθυρο όμοιο με κλειδί δηλαδή. Το κλειδί της δικής μου φυλακής. Κι εγώ θα είμαι δέσμιος και δεσμοφύλακας μαζί. Μα σαν πήρα απόφαση να στριμωχτώ στη βελούδινη αγκαλιά της φυλακής μου, μόνον τότε συνειδητοποίησα πως έσπασες πριν προλάβω να σε ρωτήσω. Χωρίς καθρέφτη ποιος θα με ακούει τώρα; Ανασταίνονται τα σπασμένα είδωλα; Κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι. Σε χρόνο λευκό• το πιο λευκό που έχεις δει ποτέ.