«Προσπαθώ να σε κλέψω ανάμεσα σε δυο βιβλία. Ζεις τη δικιά σου ζωή κοντά μας, σ’ εμένα και την κόρη σου, αλλ’ όχι μαζί μας. Ξέρω ότι κάποια στιγμή θα φύγεις… Ο άνεμος φυσάει τα μάτια σου μακριά… Όμως δώσε μου του τη μέρα… Σαν να ‘ναι η τελευταία μας. Δώσε μου τούτη τη μέρα».
«Δεν καταλάβαινα, Άννα… Δεν καταλάβαινα…» ψιθυρίζει ο Αλέξανδρος.
Και σηκώνεται από την καρέκλα.
Η μητέρα σου στο παράθυρο γυρίζει προς το μέρος του και λέει:
«Τα μαχαιροπίρουνα, τ’ ασημένια… της προίκας μου… Δεν τα βρίσκω. Πού τα ‘χετε ακουμπήσει… Χτες ακόμα ήταν εδώ…»
Η γριά τρέμει, έτοιμη να πέσει. Ο Αλέξανδρος πάει γρήγορα και την παίρνει στα χέρια. Την ξαπλώνει στο κρεβάτι.
«Χτες ακόμα ήταν εδώ», ψελλίζει η γριά.
Τα μάτια της κλείνουν. Αποκοιμιέται. Ο Αλέξανδρος παίρνει το χέρι της στο δικό του. Δάκρυα κυλούν στα μάτια του. Κοιτάει τη μάνα του που κοιμάται σαν παιδί. Ξεσπάει:
«Γιατί μητέρα; Γιατί δεν ήρθε τίποτα όπως το περιμέναμε; Γιατί; Γιατί πρέπει να σαπίζουμε αβοήθητοι ανάμεσα στον πόνο και στην επιθυμία; Γιατί έζησα τη ζωή μου σ’ εξορία; Γιατί οι μόνες στιγμές που επέστρεφα ήταν όταν ακόμα μου δινόταν η χάρη να μιλήσω τη γλώσσα μου… τη δική μου γλώσσα… Όταν ακόμα μπορούσα να ξαναβρίσκω χαμένες ή να ανασύρω ξεχασμένες λέξεις από τη σιωπή; Γιατί τότε μόνο ξανάκουγα την ηχώ των βημάτων μου στο σπίτι;»
[Σελ.76]
Θόδωρος Αγγελόπουλος - Μια αιωνιότητα και μια μέρα – Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998