Είμαι ο δείκτης
Ενώνω τα γόνατά μου, χαμηλά
Θα ‘θελα η σκηνή να ‘ναι άδεια
κάτι τέτοιες ώρες η υγρασία σου τρυπά τη λύπη
κλωτσά της νύχτας τη φωλιά στα σκαλοπάτια μας
μονάχη και λευκή
θα ξεψυχά στο αριστερό μου πόδι
Ξόδεψα τόσα γδαρσίματα σε χαίνουσες πληγές
λερώθηκε ανεξίτηλα το αγαπημένο σου φουστάνι
Ότι χαϊδέψαμε μένει
Ένα ασήμαντο χορτάρι μίλησε χθες για τις επιθυμίες σου
Ένα καυτό σώμα με μια ουρά στην πρίζα
σταγόνες ποτίζουνε τον αφαλό μου μοιάζουν μ’ εκείνο το παράξενο τριαντάφυλλο
παράξενη
Ανεβάζω και κατεβάζω
ουράνια σχοινιά
Επαναληπτικές κινήσεις που προξενούν ασφάλεια ή θλίψη
Είμαι ο δείκτης
– Θεέ, θα ‘θελα να ‘μαι αυτός –
Ατιμάζω τα πιστεύω σου δημιουργώντας ήχους
η μνήμη ξεκολλάει σαν την αφίσα που έκρυψες στην παιδική σου ντουλάπα
τα μηνύματά μου τα βρίσκεις αστεία και λιγάκι μονότονα
ήταν στ’ αλήθεια τα σχέδια μυθοπλασία κι αν ναι
για τους ερωτευμένους που αίφνης αγαπήθηκαν
ποιος θα πληρώσει;
Ανήκαμε κι εμείς στις υποθέσεις της
πόσο μακριά θα φτάναμε κανείς δεν τόλμησε να λογαριάσει
γραπώσαμε όσα κοχύλια αλώνιζαν στις κοιμισμένες θάλασσες
των αυτιών αινίγματα
ακούσαμε αντικριστά
το κλάμα των δέντρων
Ύστερα καταφτάσανε τα πρώτα γράμματα
το όμικρον ξεχείλισε και γέννησε στο μαύρο σου σακίδιο
μικρές υπερβολές
κολυμπάνε, σιωπηλά ψαράκια στον λαιμό μου
βουτάνε πού και πού
η διαταραχή μεταφέρεται από μάτι σε μάτι
ασυναίσθητα
πλέκω τα μαλλιά μας με γαλάζιες κλωστές
θα περιμένεις μερικές δεκαετίες
βαριεστημένα θα σχολάν οι χαραυγές
οφείλεις
την ακατάλληλη στιγμή
να βρεις τους σπόρους αφύτευτους
την πόρτα της αυλής μου ρημαγμένη
άσαρκα τα γόνατά σου ν’ ακουμπήσουν
τη γη που νόμιζες δική σου.
Tύλιξες άραγε στην τσέπη σου έστω μια αυτοσχέδια
δική μου μέρα να την εξαργυρώσεις
τώρα που σου ‘πεσε βαρύ το τίμημα του χρόνου;
Αγχέμαχο όπλο (αλλιώς το δάκρυ)
Χίλιες φωνές
πουλιά που στερεώθηκαν
στα ξεφτισμένα καλώδια της γης
κρεμάσανε στα ύψη τους τα βάρη των πληγών
και χώθηκαν στο στόμα μου
να τις ανακουφίσω.
Γυρεύω λέξεις
να μοιάζουν με οπές
τις ακουμπώ
για να με πείσουν πως γελάστηκαν τα μάτια
– το πεπρωμένο πριν και μετά
το άγγιγμα-
κρύβω λιγάκι φως που σου ‘κλεψα
και τρία χάδια
κι ορκίζομαι στη θάλασσα να σου τα ξεπληρώσει.
Χίλιες φωνές
εκείνες που ακούς
η φωνή σου
(εκείνη που ακούω)
χαϊδεμένο βότσαλο πάνω στα γόνατά μου
κατρακυλά σ΄ ακίνητα ποτάμια
κι όλο γλιστρά
κι όλο βοά
ποιον να τρομάξει πια
αυτά που όφειλε να πει δεν τα ‘πε.
Θέλω να σας δείξω
την εντός μου τρύπα
ένα σύρμα γδέρνει
και τη δική μου την καρδιά
– δίχως λουλούδια φοβάμαι να βαδίσω –
πήγα να γράψω
α Θεούλη μου ρίξε και εσύ καμιά νεροποντή
μουλιάσανε λοιπόν τα μάτια μου
και μου ΄φτιαξε τη μνήμη αδιάβροχη
τι το ΄θελα και μίλαγα για υπο-λογισμούς.
Τη βούλωσα κι εγώ στα γρήγορα
με ότι πρόκαμε ν’ ανθίσει
πηδήξανε οι κυψελίδες μου
στο δρόμο σα δεκάρες
οι βρόγχοι ριζώσανε στο πάτωμα
πετάχτηκαν κλαδιά
το αίμα βάφτηκε νερό
και χύθηκε σε ξύλινους σωλήνες
ας πούμε
πως
μετουσιώθηκα σε
ένα σχίνο που λυγίζει.
Οι λέξεις μου ξεράθηκαν
κι ούτε τολμώ να τις τινάξω
ποιος έρωτας σε σώζει απ΄ τα τσεκούρια;
Γλιτώνουνε τα άψυχα
απ΄ τις πληγές
μου λέγαν
κι όμως
τα χέρια σου με προσπερνούν
αφήνεις πάνω μου να σκάψουνε τ’ αγρίμια
λέω θυμάμαι
κι ανοίγουν δυο χαραγματιές
λέω εσύ
και σφίγγει ο κλοιός.
Χίλιες φωνές
κούφιες λέξεις
η φωνή σου
κεντημένο δάκρυ
μικρό
στάζει
στ΄ ασπρόχωμα.
Η Υακίνθη Στρατοπούλου ζει και εργάζεται στην Αθήνα μοιράζοντας παράλληλα τον εαυτό της σε καμβάδες και λέξεις.