Ήθελε πιστεύω να συνοψίσει∙ να ξεχωρίσει κάποια περιστατικά, άλλα να τα πετάξει, να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Γι’ αυτό μιλούσε ακατάπαυστα, προβάροντας την αυτοβιογραφία του ξανά και ξανά: μια σύντομη εισαγωγή κι αμέσως καταιγισμός επεισοδίων από διάφορες φάσεις της ζωή του, παύσεις, ένας δήθεν συνειρμός πού και πού, ίσα ίσα να υπογραμμιστεί μια ωραία στιγμή, ή και το ακριβώς αντίθετο, να πυκνώσει η ύφανση στην υποβάθμιση μιας αποτυχίας, ενός επίμονου δισταγμού, μιας πληγής που δεν έλεγε να κλείσει. Αυτά βέβαια τον πρώτο καιρό. Μετά, για μεγάλο διάστημα μάλιστα, τίποτε από τα παραπάνω. Τα απολύτως απαραίτητα: χρόνια πολλά, τι κάνετε, να βρεθούμε κάποια στιγμή.
Όταν τον ξαναείδα, με αφορμή την πώληση ενός οικοπέδου στο οποίο είχα κι εγώ ένα μικρό ποσοστό, είχε επιστρέψει στο γνωστό μοτίβο της λογόρροιας∙ όλο το φταίξιμο το έριχνε ακόμη σ’ εκείνη. Ο ίδιος ήταν πάντα ο αλάνθαστος, o άντρας που έζησε στη διαπασών. Αλλά εκείνη, τι καταλάβαινε από στόχους και ευθύνες; Μπορούσε να φανταστεί τι σημαίνει να τα βγάζεις πέρα με είκοσι υπαλλήλους, να τους πληρώνεις όλους στην ώρα τους, να τους κάνεις να αισθάνονται κομμάτι της επιχείρησης; Μόνο βαλίτσες ήξερε να ετοιμάζει.
Μερικά ποτά μετά, με τα μάτια κατακόκκινα, έπιανε ένα θέμα άσχετο, το μποτιλιάρισμα στο κέντρο ή κάτι για το πρωτάθλημα. Ύστερα πάλι, μάρσαρε χωρίς αφορμή, σήκωνε σκόνη του θανάτου, να βήξει δίχως τέλος η πουτάνα του κερατά, όπου κι αν βρισκόταν τώρα. Απ’ ό,τι είχα μάθει από μια φίλη της, αυτό το «όπου» ήταν πολύ μακριά. Τίποτα δεν θα του έλεγα αν με ρωτούσε. Δεν ήθελα και να μπλεχτώ. Κι ούτε που με ρώτησε. Τέτοιος ήταν ο ξάδερφος.
* * *
Ο Απόστολος Μαϊκίδης γεννήθηκε το 1972 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται.