Μέρες αδειανές
Ο παγωμένος άνθρωπος μέσα μου λέει πως είναι μεσημέρι
ανασαίνω βαριά την χθεσινή υγρασία που
στην βροχή πνίγονταν αδιάφορα περασμένες σκέψεις.
Θυμάμαι τότε μια ανάσα να μου ψιθυρίζει,
Σήμερα έχουμε πένθος,
Σήμερα έφυγε ένας φίλος,
Σήμερα νίκησε ο φόβος,
Πληγή στην ελπίδα
Αμαυρώθηκε ο καταγάλανος ουρανός
Σήμερα τα σαρκοφάγα μέσα μας
Κατέστρεψαν τα τείχη της ειρήνης
Έσπασαν τους γυάλινους καθρέφτες του χρόνου
Και όλα έγιναν θρύψαλα μεμιάς
Άνθρωποι τώρα βαδίζουν στα ερείπια της τύχης τους
Σήμερα κάηκε το τελευταίο σπίρτο
Σήμερα πέθανε η ανθρωπιά στα δικά μου μάτια.
Κούνησα τα βλέφαρα και κατάλαβα πως δεν ονειρευόμουν.
Το τελευταίο χάδι
έλα, έλα, έλαα…
πιο κοντά, να παίξουμε στην αυγή
να ξεθωριάσουμε μέσα από τον άλλον,
μια περίσσεια μέρα του Αυγούστου
Πιο βαθιά, να ιδρώσουμε τον αέρα με λαχανητά, βογκητά, ποιήματα, γλυκόλογα
και σώματα μπλεγμένα να σκιάσουν τα σύννεφα
Πιο μακριά, στον ήλιο, έπεσε ομορφιά μου μαζί με την αναπνοή σου,
έλα να ξημερωθούμε εδώ,
πιο σιγά, οι αντανακλάσεις μας χορεύουν, κυλιόνται, κρύβονται η μία στην άλλη
ντροπαλά, εξερευνούν τις επιφάνειές τους.
Πάμε σπίτι, Σοφία, έλα είσαι κουρασμένη, το βλέπω
να σου φροντίσω το πλεκτό μαλλάκι σου, εγώ, εγώ θα σε μπανιαρίσω
ψιθυριστά, να μπορούσα να σε αγγίξω Σοφία μου, να μπορούσα να σου πω
ότι δεν πειράζει
και αν κλαις στα παραθυρόφυλλα πριν τα κλείσεις
αν φώναξες στο παιδί
αν οι λάσπες σου λέρωσαν το αγαπημένο σου φουστάνι
η φύση φταίει, σε έχει πάρει μονοπώλιο και σε τραβολογά.
Ήσυχα, άσε με να χαϊδέψω το μέτωπό σου
έτσι λίγο ,να σου δαγκώσω παιχνιδιάρικα τ’ αυτιά, όπως μ’ αρέσει
μη με παρεξηγείς Σοφία μου…
Σοφία μου αγάπη μου, πέρασε πολύς καιρός
Τα στήθη πέτρωσαν
δάκρυα συνεχίζουν να πέφτουν πάνω τους πικρά, τα δικά μας δάκρυα.
Η πεταλούδα, η αράχνη, πλάγιασαν, ακούμπησαν κάπου
και μεις ματάκια μου…
τρέξε, τρέξε, τρέξε, τρέξε, τρέξε, τρέξε…
δεν πειράζει
η επανάσταση ξεκινάει από την σάρκα, το θυμάσαι;
τα όνειρα που κάνω
γκρεμίζονται και χτίζονται με τη θύμηση των ματιών σου, από εκείνο το πρωινό
που δακρύζαμε για ένα τελευταίο χάδι.
Το χαρίσαμε ο ένας στον άλλον, θυμάσαι Σοφία, εγώ θυμάμαι, σαν ευχή, σαν υπόσχεση ζωής
δεν υπάρχει άλλος που σ’ αγάπησε όπως εγώ
στα έδωσα όλα Σοφία, όλα
Η υφή σου εντυπώθηκε στη μνήμη των δακτύλων μου
δεν μπορώ να αγγίξω, να απολαύσω, να γευτώ
έγινα διάφανος
η αντανάκλασή μου χάθηκε
την άφησα με την δική σου, εκείνο το πρωινό
που δακρύζαμε για ένα τελευταίο χάδι.
Ο Ιωάννης Ριζάς γεννήθηκε τον Μαΐου του 1999. Είναι τεταρτοετής φοιτητής του ΕΜΠ στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών. Ασχολείται κατά κύριο λόγο με την ελεύθερη ποίηση, ωστόσο κινείται σε διάφορα άλλα είδη ποίησης καθώς και στο δοκίμιο.