Είχε μείνει μόνη στη μέση του δωματίου, αναλογιζόμενη το μοιραίο σφάλμα που είχε οδηγήσει σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Επανέφερε την εικόνα του χώρου με όλες τις αναμνήσεις, τα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί, τις ευφάνταστες ή βαρετές ιστορίες τους, τα λάθη, τους έρωτες, τα παράπονά τους. Τους στήριξε όλους, με χαρακτηριστική ανιδιοτέλεια. Χρόνια πολλά κουβαλούσε τα βάρη τους, μοιραζόταν τις ανέμελες στιγμές τους, τους ακολουθούσε με ευχαρίστηση όταν κάποιος αποφάσιζε να κάνει κάτι πολύ τολμηρό, όπως, για παράδειγμα, να κατεβάσει το κρυμμένο βάζο με το βύσσινο γλυκό απ’ το τελευταίο ράφι ή να ακούσει ξανά το ξεχασμένο δίσκο της εφηβείας του με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Ήταν πάντα εκεί. Διακριτική και υποστηρικτική. Μέχρι τη μέρα εκείνη, που απ’ το πρωί ήταν μάλλον αφηρημένη. Το νέο της μετακόμισης την είχε αναστατώσει. Ήθελε τόσο πολύ να αλλάξει περιβάλλον, αυτή η ίδια θέα στο πλακόστρωτο δρομάκι με τους λίγους περαστικούς την είχε κουράσει. Τότε ήταν που άνοιξε η πόρτα και μπήκε εκείνος. Πρώτη φορά τον έβλεπε, δεν ήξερε τις συνήθειές του, όφειλε να είναι προσεκτική και συγκεντρωμένη. Αντ’ αυτού, τον υποδέχτηκε τυπικά και επιπόλαια, ενώ το βλέμμα της έτρεχε ήδη έξω από ένα παράθυρο σε μεγάλο δρόμο με πολύ κόσμο και αυτοκίνητα. Τότε αυτός σηκώθηκε απότομα ρίχνοντας τη μάζα του κορμού του δεξιά, την αιφνιδίασε, προσπάθησε εκείνη τελευταία στιγμή να επιμερίσει το βάρος, μάταια, ένα τρομακτικό «κρακ» ακούστηκε και όλα είχαν τελειώσει.
Άνοιξε η πόρτα απότομα. Μια κοπέλα -άγνωστη- μπήκε φουριόζα στο άδειο δωμάτιο. Στάθηκε μπροστά της, την κοίταξε με επιμονή, ύστερα έσκυψε και χάιδεψε στοργικά το τραυματισμένο άκρο.
«Γιώργο, έλα να δεις!», φώναξε. «Άφησαν μια σπασμένη καρέκλα. Με μια επιδιόρθωση κι ένα βάψιμο θα γίνει κούκλα. Θα τη βάλουμε δίπλα στον μπουφέ, στο παράθυρο που βλέπει στον μεγάλο δρόμο.»