Η Ζωρζέτ λιώνει υπό το φως των δρόμων. Δεν είναι κανένα μίζερο πλάσμα που παραπονιέται με το παραμικρό• ούτε έχει πραγματικούς λόγους να γκρινιάζει. Βγάζει το σκύλο βόλτα, νωρίς το πρωί. Η νύστα της χτυπάει το κούτελο. Μόλις απομακρύνεται απ’ την πόρτα, βρίσκει φύλλα παρατημένα από τον άνεμο στα πόδια της. Ύστερα, κοιτάζει μήπως της συμβαίνει το ίδιο και στα χέρια. Μήπως ο αέρας έχει παρατήσει εκεί στο μπράτσο της, πρασινάδες, τσόφλια, κουκουνάρια ή άλλα κουραφέξαλα.
Το σκυλί την τραβάει προς το χώμα, σα να είναι γουρούνι. Μα η Ζωρζέτ πιάνει κουβέντα με ένα φορτηγό, με τον ταχυδρόμο, με ένα περαστικό.
«Πώς πάει φορτηγό;» Το φορτηγό μουγκρίζει.
«Τι νέα ταχυδρόμε;»
«Έκλεισε το κοινοβούλιο στη Μεγάλη Βρετανία»
«Πού ζεις, ταχυδρόμε; Πού αναπνέεις;».
Στον κάθετο δρόμο, λίγο μακρύτερα από τα πεύκα του γείτονα, ένα ταλαίπωρο παιδί κουβαλάει μια κορνίζα στην πλάτη. Βλέπει τη Ζωρζέτ που είναι όμορφη σαν φυσικό τοπίο και συγκλονίζεται.
«Θέλω να σου χαρίσω την κορνίζα», της λέει. «Θέλω να σε πλαισιώσω».
Έτσι, η νεαρή γυναίκα βρίσκεται, εντελώς αναπάντεχα, στο επίκεντρο ενός καμβά της υπαίθρου, στεφανωμένη σχεδόν με ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο.
«Ακριβώς όπως σου ταιριάζει», μονολογεί το παιδί με την κορνίζα.
«Γουφ», ματώνει ο λευκός σκύλος.
Από τα πόδια της Ζωρζέτ υποχωρούν τα φύλλα, η άσφαλτος και τα συνώνυμα αυτών. Στα χέρια, οι ρίζες θεριεύουν. Τώρα η νεαρή δεν έχει παλάμες να σφίξει, δεν έχει καρπούς να «σπάσει» γύρω από το βλέμμα του αγοριού. Της μένει μόνο ένα πλαίσιο για να εντάξει τον εαυτό της σε αυτό. Για τη σημερινή ημέρα θα λέει «ευχαριστώ» μόνο με το βλέμμα. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν μάρτυρες να καταγράψουν τη δοκιμασία της. Ο Ταχυδρόμος έχει προχωρήσει στα πιο διπλανά σπίτια, το φορτηγό έχει μουγκρίσει. Ο σκύλος. Μόνο ο σκύλος μένει για να πει πως κάποτε υπήρξαν οι δύο τους εκεί. Σ’ ένα επιφανειακό πρωινό, που όμως αποδείχθηκε βαθύ όσο το πηγάδι των παιδικών χρόνων. Κοπέλα και ζώο πέφτουν μέσα στην τρύπα. Ξανά και ξανά.