Περπατούσε μόνη. Περπατούσε μόνη και την ακολουθούσα. Ο ρυθμός της ήταν σταθερός, τα βήματά της όμως, όχι. Ένα πλαστικό μπουκάλι νερού μισοάδειο, αλλά πρώτα γεμισμένο με λευκό κρασί. Το κεφάλι της το είχε σκυφτό, κοιτούσε με αδιαφορία πού και πού τα εσωτερικά των σπιτιών ή κάποια βιτρίνα. Κοιτάχτηκε καλά σε μια βιτρίνα, που ήταν άδεια• άδεια όπως ό,τι αντίκριζε στο καθρέφτισμα. Συνέχισα ελάχιστα μέτρα να περπατώ, ακολουθώντας τη δική της Μεγάλη Παρασκευή Σεπτέμβρη μήνα. Ήταν μεθυσμένη; Μάλλον. Ποια ήταν; Δεν ξέρω, ίσως ήταν δασκάλα χορού. Έτσι θα απαντούσα. Φορούσε ένα καναρινί λινό σακάκι, μαύρη μπλούζα, μαύρη βαμβακερή φούστα λίγο πάνω από το γόνατο, μαύρο κολάν, μαύρες κάλτσες και μαύρα παπούτσια διδασκαλίας. Γκρίζα τα μαλλιά της που έφθιναν, πιασμένα σε χαμηλό περιποιημένο κότσο και με στολισμένα τσιμπιδάκια πιασμένο. Την πρώτη φορά που την προσπέρασα, το χαμόγελο που της έστειλα δεν επέστρεψε ποτέ, παρά μόνο έμεινε να δαγκώνει σφιχτά στα δόντια της μια λύπη. Το πρόσωπό της ήταν σχεδόν σκληρό. Είχε τη σκληρότητα του βεβαιωμένου γεγονότος που σε κάνει ικανό για τα πάντα. Συνεχίσαμε κι άλλο, τώρα εκείνη μπροστά κι εγώ από πίσω, γιατί κοντοστάθηκα να επεκτείνει ο Άρης τη συλλογή του από οσμές. Εκείνη τη φορά όμως, δεν ήταν η φυσική τάξη των πραγμάτων που συνεχίστηκε. Η δασκάλα χορού στάθηκε με πόδια παράλληλα σε απόλυτη ακρίβεια και το πρόσωπο το έστρεψε στο πέρα των μεγάλων δρόμων. Βούρκωσε. Συνέχισε τον δρόμο της στους μεγάλους δρόμους των ανθρώπων ή τον συνοικιακό που περπατούσε; Δεν ξέρω. Τριάντα μέτρα μετά, θα συναντούσε μια κοπέλα που περίμενε το λεωφορείο. Η κοπέλα νέα, όμορφη και ευωδιαστή, τι θα θυμίσει στη δασκάλα χορού; Ξέρω πως ό,τι σε θυμίζει, έστω τυχαία, στιγμιαία, συμπτωματικά σε ορθώνει μέσα μου ολόκληρη. Τι να ορθώνεται μέσα στη δασκάλα χορού σήμερα; Βράδυ Σεπτέμβρη που ξεκίνησαν τα σχολεία,τι ορθώνεται μέσα σου ολόκληρο;