La Dame aux Camélias / Οι αρχετυπικές αναφορές στο έργο του Αλέξανδρου Δουμά υιού | Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη

Αλέξανδρος Δουμάς

“Ο Χάσκων λάκκος
που στέκει εμπρός μου
δεν είναι άλλου
παρά μόνον δικός μου !”

 

“Ο Χάσκων Λάκκος”, απο την συλλογή ΑΣΜΑΤΑ ΝΕΚΡΙΚΑ, Νικηφόρου Βυζαντινού (Αυτοέκδοση 2018)

Αφιερώνεται στην απέραντα μόνη
Alphonsine Plessis

 

Το κίνημα του ρομαντισμού το οποίο και αναπτύχθηκε σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης κατά τον 19ο αιώνα, είχε ως κεντρικές εμπνευστικές γραμμές ένα από τα καίρια δίπολα της ανθρώπινης κοσμοαντίληψης, αυτό του Έρως – Θάνατος.

Το δίπολο αυτό, δοσμένο στην εργογραφία της εποχής με την υπεραισθαντική δραματικότητα που στις μέρες μας ως και γραφική θα εθεωρείτο,  αλλά και με την τάση του ρεμβασμού, ο οποίος διαπνέει καθ ολοκληρίαν το ρομαντικό κίνημα της τέχνης του 19ου αιώνα και τον ξεχωρίζει για τους ιστορικούς και τους μελετητές από άλλα κινήματα όπως αυτό του Παρνασσισμού λόγου χάριν, δεν είναι ένα δίπολο το οποίον απασχόλησε αποκλειστικά την εποχή του, αλλά τουναντίον αποτελεί μία διαχρονική εισπνευστική ρίζα για πολλά έργα, πολλών διαφορετικών υφολογικώς περιόδων.

Στο μνημειώδες έργο του Δουμά υιού, “Η Κυρία με τας καμελίας” η έμφαση στο συγκεκριμένο αρχετυπικό δίπολο, είναι κάτι πέρα από προφανής. Είναι η ουσία και η  κεντρική γραμμή ανάπτυξης της πλοκής του κειμένου, ενός κειμένου που ακόμη και σήμερα συγκινεί. Το γεγονός αυτό και μόνον, το διατί ένα βιβλίο που γράφεται σχεδόν εκατόν εβδομήντα πέντε χρόνια πίσω, διατηρεί ακέραια τόσο την λογοτεχνική του δύναμη όσο και την συναισθηματική φόρτιση που επιβάλλει στον αναγνώστη, αποτελεί και την κύρια γραμμή έμπνευσης αυτού του άρθρου το οποίον όμως δεν προτίθεται να προβεί στην εξιστόρηση της πλοκής το περισσότερο, παρά να ενδιαφερθεί, στο κομμάτι της διαχρονικότητας των αρχέτυπων που αναπτύσσονται, εδώ μέσα από το πρίσμα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα.

Θεωρώ πάντοτε την ερμηνευτική διαδικασία για ένα λογοτέχνημα του επιπέδου του Δουμά υιού ιδιαίτερα, πλέον καίρια και από την υπόθεση. Το τι αποτυπώματα μπορεί να αφήσει στην συλλογική και ατομική ψυχή, ένα έργο με αναφορές στον έρωτα που συνήθως παραμένει αν όχι ανεκπλήρωτος τουλάχιστον αδικημένος εκ των συνθηκών αλλά και τον αδόκητο θάνατο που έρχεται να συντρίψει το όνειρο μιας ευτυχούς κατάληξης, ως κάτι που μπορεί να διατηρεί από μόνο του ως χαρακτηριστικό μιαν εντελώς δεδομένη διαχρονικότητα.

Διότι μέσα στο έργο του Δουμά υιού, αποδίδεται με την αβρότητα και τον εστέτ τρόπο της εποχής, ότι και για εμάς απηχεί ένα εντελώς αρχετυπικό δίπολο που βρίσκει εφαρμογή σαφώς και στις απαρχές του 21ου αιώνα και στις εποχές που θα έρθουν για όσο υπάρχει η ανθρωπότητα. Γίνεται λοιπόν σαφές πως την διαχρονικότητα τους ορισμένα κείμενα την οφείλουν κατά ένα μέρος σαφώς στην δύναμη την συγγραφική μα ίσως ακόμη περισσότερο στην διαχρονικότητα της θεματολογίας που θίγουν.

Η κεντρική ηρωίδα η Μαργαρίτα Γκωτιέ (Alphonsine Plessis το ιστορικό πρόσωπο) εν προκειμένω, είναι μια courtesan. Είναι μια πόρνη η οποία αμείβεται αδρώς. Είναι μία όμορφη νεαρή γυναίκα η οποία κατατρέχεται τόσο από την επιθυμία των ανδρών, όσο και από τον φθόνο των γυναικών. Είναι μια νέα γυναίκα που πεθαίνει αδόκητα. Και πεθαίνει μόνη. Η Μαργαρίτα Γκωτιέ υπήρξε ως Αλφονσίνη Πλεσσίς, όμως ακόμη και να μην υπήρξε ποτέ, αυτή η γυναίκα, αυτός ο τύπος – αρχέτυπο γυναίκας, είναι από μόνη της μια τραγική ηρωίδα ενταγμένη σε μία τραγωδία με μοναδικό διέξοδο ως κάθαρση, τον θάνατο της. Είναι θύτης διότι επιβάλλει στον εαυτό της ότι επιβάλλει μια πόρνη έστω και υψηλών αποδοχών στον εαυτό της, αλλά και θύμα συνάμα.

Είναι ένα πλάσμα που διατρέχει τους αιώνες και που η σκιά της στοιχειώνει την ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι ένα πλάσμα αλλόκοσμο λόγω της υπερβολικής της ομορφιάς,  αλλά και συνάμα γήινο εντελώς που πατά γερά στα πόδια της και τον υλισμό μα συνάμα αιθεροβατεί πιστεύοντας στον έρωτα που κάποτε μέλλει να έλθει.

Ένας άνθρωπος που θεοποιείται από τους θαυμαστές και δαιμονοποιείται από τους φίλους της ηθικής ή όσους την φθονούν βαθιά για αυτό που οι ίδιοι δεν είναι και εκείνη είναι.

Την θαυμάζουν και την μισούν ταυτόχρονα. Είναι μια ηρωίδα, η οποία δέχεται τις καμέλιες μα και τις πέτρες όπου την λιθοβολούν βάναυσα. Κι όταν εκείνη πεθαίνει μόνη και παρεξηγημένη από όλους μέσα στην τραγικότητα των τελευταίων της επίγειων στιγμών, δεν έχει άλλον να εξομολογηθεί τις επιλογές της, πέραν από τον μοναχικό της εαυτόν. Είναι εκείνη όπου κοιμήθηκε με πολλούς άνδρες μα την ίδια συνάμα ώρα νιώθει για πάντα μόνη. Είναι ένα πλάσμα διπολικό σε κάθε της ψυχοσωματικό κύτταρο που φτάνει ως το χείλος της αβύσσου προσπαθώντας να εξηγήσει στους άλλους την θέση της μα το μόνο που καταφέρνει είναι οι άλλοι να την φοβούνται ακόμη περισσότερο διότι δρα ως το “κάτοπτρόν της αληθείας¨ για όλους αυτούς δίχως να το γνωρίζει, διότι λόγω της διπολικότητας που την κατατρέχει, δεν καταφέρνει ποτέ να ενταχθεί σε ένα συγκεκριμένο στρατόπεδο.

Κι όταν η Αλφονσίνη Πλεσσίς (το “ιστορικό” πρόσωπο που ενέπνευσε τον συγγραφέα) έχει πλέον απολέσει την ανθρώπινη της υπόσταση, όταν δεν είναι παρά ένας σωρός από ξεφτισμένα φορέματα,ξεσκισμένες από το έρεβος του θανάτου σάρκες και τα πλούσια μαύρα της μαλλιά δεν είναι παρά ένας σωρός ξεδιάντροπος υπολειμμάτων ανθρώπινων εντός ενός φέρετρου φρεσκοτοποθετημένου στον λάκκο, όταν τα όμορφα της μάτια έχουν φαγωθεί από τα σκουλήκια και ξεπροβάλλουν από εκεί οι κόγχες  τους, η ανθρωπότητα θα έρθει να σκεφθεί τι της έκαμε. Η ανθρωπότητα θα κλαύσει γοερά επάνω από το ξεσκισμένο της τέκνο, το διαλυμένο, ποτισμένο στην λαγνεία της κορμί, το κυνηγημένο της απομεινάρι που αδυνατεί να σηκωθεί πλέον και να τρέξει μακριά από την υποκρισία της.

Θα υποκριθεί η κοινωνία ; θα λυπηθεί όντως ; θα μετανιώσει ; θα νιώσει ενοχές ; θα προβληματιστεί επί της στάχτης της ; Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει. Το μόνο σίγουρο είναι πως η “Κυρία με τας καμελίας” υπάρχει και δεν υπάρχει πια. Ακόμη και μετά τον θάνατο της κατά σάρκαν, το αρχέτυπο, το πνεύμα όχι υπό την μεταφυσική του έννοια αλλά υπό την έννοια της κοινωνικής κατασκευής, θα συνεχίσει να υπάρχει, να προβληματίζει, να συγκινεί, να προκαλεί πλήθος άλλων συναισθημάτων στον άνθρωπο ανά τους αιώνες. Ακόμη και όταν τα γράμματα από εκείνο το παλιό βιβλίο του Δουμά υιού έχουν πλήρως ξεθωριάσει και κανείς δεν θυμάται την Μαργαρίτα Γκωτιέ, δεν θυμάται κανείς την “Κυρία με τας καμελίας”, η γυναίκα – αρχέτυπο αυτή μαζί με ότι αυτή πρεσβεύει και το κυριότερο το δίπολο Έρως – Θάνατος ή και το αρχέτυπο της μοναξιάς μέσα στο πλήθος αυτού του κόσμου, θα συνεχίσει να υπάρχει διότι δεν είναι παρά κομμάτι του εαυτού μας.

Η Γκωτιέ είναι η προβολή της δικής μας ζωής εμπρός στον θάνατο. Είναι ίσως μια ψυχή με μια ταραγμένη μικρή σε χρόνο ζωή, η οποία έζησε μέσα στις αντιφάσεις της, προσπαθώντας να επικοινωνήσει ίσως με τον λάθος τρόπο κατά τους ηθικολόγους, με την εποχή και τους σύγχρονους της, μα άθελα της επικοινωνεί και με εμάς και με όλους τους άλλους που μέλλουν να έρθουν έπειτα, διότι ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός της χάρισε την αιωνιότητα, την ξέθαψε από την συλλογική λήθη και την απόδωσε σε εμάς όπως πραγματικά της άξιζε, ως τον άνθρωπο που πάλεψε για τα αυτονόητα μα που ποτέ επί της ουσίας δεν κατάφερε να τα αποκτήσει.

Που πέθανε μόνη ανάμεσα σε εκατοντάδες θαυμαστές και χιλιάδες εχθρούς. Κυνηγημένη από τους πάντες με διαφορετικό απλώς τρόπο.

Ναι αγαπούμε την Μαργαρίτα Γκωτιέ για την εφήμερη ομορφιά της που άνθισε για πολύ λίγο και έσβησε δίχως να ενοχλήσει κανέναν πέρα από τον εαυτό της. Μα την μισούμε συνάμα, διότι θα μας θυμίζει για πάντα το πόσο περαστικοί στέκουμε όλοι απέναντι από τον δικό μας προσωπικό λάκκο και το χώμα που κάποτε θα μας σκεπάσει. Την μισούμε μόνον και μόνον διότι θα μας θυμίζει παντοτινά, το πόσο μόνοι είμαστε…

 


Ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης γεννήθηκε στα 1976. Μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών του, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ψυχολογία σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ως μουσικοσυνθέτης, είναι μέλος της Performing Rights Society του Λονδίνου με δισκογραφική παρουσία στον χώρο από τις αρχές του 2000 και σε χώρες όπως η Αγγλία, Ολλανδία και Δανία. Πριν κάποια χρόνια, υπήρξε υποψήφιος σε βραβεία της διεθνούς μουσικής σκηνής στο Los Angeles, Hollywood της Καλιφόρνια. Ως λογοτέχνης έχει βραβευθεί σε πολλούς και σημαντικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Αρθρογραφεί κυρίως με άρθρα γνώμης για πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά θέματα καθώς και λογοτεχνικές αναφορές, πέραν της δεκαετίας.