Εκεί που περπατάω στη Δημοκρατίας, με σταματάει ένας κοντός με γυαλιά. Είναι γύρω στα σαράντα. Με κοιτάζει και χαμογελάει. Τον κοιτάζω κι εγώ. Δεν μιλάει. Προσπαθώ να θυμηθώ από πού τον ξέρω. «Πρωτοκκλήσι, κύριε Διοικητά, δεν με καταλάβατε;» μου λέει χτυπώντας με στον αγκώνα. «Αντωνίου!», λέω εγώ, χωρίς να μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου.
Σε λίγο πίνουμε καφέ δίπλα στη λίμνη. Έχει έρθει στην πόλη για δουλειές. Μου περιγράφει την πορεία του. Τρεις επιχειρήσεις, δύο γάμοι, τέσσερα παιδιά. Ποιος; Αυτός ο γιωτάς της μισής μερίδας. «Υπερπαραγωγή είσαι ρε άτιμε», διαπιστώνω. Γελάει. «Τι να πούμε, κύριε Διοικητά; Μερικά πράγματα τα αποφασίζει η ζωή. Εμείς παίζουμε απλώς στο παιχνίδι. Δεν συμφωνείτε;» Toυ λέω ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι στόχοι μας είναι δική μας ευθύνη. Κι αν κάτι σταθεί μπροστά μας, το αντιμετωπίζουμε και συνεχίζουμε. «Ελάτε τώρα, κύριε Διοικητά!» με διακόπτει. «Αυτά μόνο στις ταινίες γίνονται». Δεν πτοούμαι. Είναι και η θέση μου τέτοια. «Χωρίς θέληση και πείσμα δεν καταφέρνει κανείς τίποτα, Αντωνίου. Κάθεται και κλαίει τη μοίρα του».
Η κουβέντα δεν αργεί να έρθει στον βασικό λόγο που μας συνδέει. «Πάντως κύριε Διοικητά, ακόμη θυμάμαι που μου είχατε σβήσει εκείνη τη φυλακή∙ αφού πρώτα με ξεφτιλίσατε μπροστά σε όλους». Ας μην είχε πάρει ο από πάνω τηλέφωνο και να δεις τι θα σου είχα σβήσει, σκέφτομαι, που παράτησες ολόκληρη αποθήκη για ένα πήδημα. «Πού το θυμήθηκες, ρε Αντωνίου!» παρατηρώ.
Μισή ώρα μετά έχει μπει στο αυτοκίνητό του. Μου κάνει νεύμα και κορνάρει συνθηματικά. Πηγαίνω έπειτα στον τάφο της Λένας, ν’ αλλάξω το νερό στα λουλούδια.
* * *
Ο Απόστολος Μαϊκίδης γεννήθηκε το 1972 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται.