– “με τι είναι αυτά που λέει;”, απορεί ο τσιρκολάνος Γκιγιώμ από το μπαλκονάκι του, σε μια παράγκα ,στη μικρή βραχώδη ακτή στη Μασσαλία, μέσα δεκαετίας 1950.
“…το σπίτι γεμίζει, μα παραμένει άδειο κι ο κηπουρός ζητά από τον άγγελο Ντόριαν την άδεια να φύγει προς τον ουρανό κι ετοιμάζεται να χαϊδέψει τον ήλιο.
Μα, η μανταρινιά κρατάει το βαγόνι στον σταθμό ενώ στο Ζάππειο της Αθήνας, ο καιρός λιώνει στο βάθος και τα μικρά παιδιά βαστούνε τα μπαλόνια που χαμογελούν.
– “θα μαραθούν τα πρόσωπά σου”, του σφυρίζει η ανεμώνη, οι περαστικοί τυλίγουν την Μπελ Επόκ τους σε γελαστά πάρκα μες στη λαδόκολλα της Σίβυλλας που φορεί τ’ άσπρο καπέλο της, παιχνιδιάρικα και άτσαλα.
Ο πατέρας καλλιεργεί τον κήπο του, τα καναρίνια του πετούνε ολούθε κι χλωμή αδικία τον κοιτάζει ζηλόφθονα
Ο Χρίστος Κασσιανής κατοικεί κι εργάζεται στην Αθήνα. Έχει συγγράψει ερασιτεχνικά κείμενα, διηγήματα και ποίηση, δημοσιευμένα κατά καιρούς, σε έντυπα περιοδικά και ιστοσελίδες/ιστότοπους