Σοφία Θεοδοσιάδου | Ένα σχεδόν τηλεφώνημα

© Lisette Model

Οι μέρες κυλούσαν βαριά. Οι δείκτες στα δευτερόλεπτα του ρολογιού ακολουθούσαν μια πορεία αργή, σχεδόν βασανιστική.Οι μέρες ήταν ίδιες, σαν δύο σταγόνες νερό. Οι νύχτες ήταν πανομοιότυπες, σαν δίδυμα φεγγάρια. Οι αισθήσεις ήταν σε πλήρη ύφεση. Έβλεπε κάθε μέρα τα ίδια πράγματα. Άκουγε παρόμοιες ειδήσεις καθημερινά. Η γέυση των φαγητών της φαινόταν να μην αλλάζει. Η αφή ήταν απαγορευμένη αίσθηση. Η μοναδική αίσθηση που μπορούσε να καταγράψει το πέρασμα του χρόνου ή μια ανεπαίσθητη αλλαγή στη μέρα της ήταν η όσφρηση. Άνοιγε το παράθυρο και οι μυρωδιές της άνοιξης που ωρίμαζε ήταν σαγηνευτικές, ταξίδευαν τη σκέψη της σε τόπους μαγικούς. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα όταν μύριζε το βρεγμένο χώμα όπως αναγεννιέται μετά από μια ανοιξιάτικη βροχούλα, τα γιασεμιά όταν ανθοφορούν και σκορπίζουν την μοσχοβολιά τους στον δρόμο που περπατάς, τα τριαντάφυλλα όταν σκύβεις να μυρίσεις το μπουμπούκι τους. Παρατήρησε πως οι αισθήσεις της διεγείρονταν όταν βρισκόταν έξω ενώ όταν έμενε μέσα στο σπίτι οι αισθήσεις της έπεφταν σε έναν βαθύ λήθαργο. Στην  απογευματινή βόλτα παρατηρούσε με λαχτάρα την άνοιξη που έκανε γύρω της όλες τις εικόνες να ακτινοβολούν με τα πιο φωτεινά χρώματα και έκανε την πλάση να κοκκινίζει σαν ερωτευμένο κορίτσι. Όταν έβγαινε έξω σε αυτή την αυλή των θαυμάτων ένιωθε να βγάζει φτερά και να πετάει. Χωρίς σκοπό, χωρίς βάρη, χωρίς προορισμό.

Ιός, συλλάβιζε τα γράμματα ένα – ένα για να καταλάβει τι της συνέβαινε. Πόσοι ιοί θα μπορούσαν να πατήσουν φρένο σε μια ζωή; Σκέφτηκε πως αυτή η παύση που ένιωθε στον εσωτερικό και στον εξωτερικό της κόσμο είχε στοιχεία διαλογισμού. Όπως ακριβώς στο διαλογισμό καλείσαι να κοιτάξεις μέσα σου και να αντικρύσεις αυτό το ανώτατο ον που είναι ο εαυτός σου, έτσι και στον εγκλεισμό έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν, τον ανώτερο, μερικές φορές και τον όχι και τόσο ανώτερο εαυτό σου. Και εκεί όταν αρχίζεις και σκαλίζεις τις λεπτομέρειες της ζωής σου, αναλογίζεσαι όλες αυτές τις σπουδαίες στιγμές οι οποίες τελικά υπήρξαν σχεδόν σπουδαίες γιατί δεν έγιναν ένα κομμάτι πραγματικότητας. Αυτό το σχεδόν, σου στοίχισε. Σου στοίχισε μια ζωή. Έναν μεγάλο έρωτα. Μια δουλειά που ονειρευόσουν. Ένα ταξίδι που λαχταρούσες. Σχεδόν καλά. Σχεδόν όμορφη. Σχεδόν ευτυχισμένη. Τι κλείνει μέσα του αυτό το σχεδόν; Τι κουβαλάει μαζί του; Σχεδόν είναι το απόλυτο τίποτα στο παιχνίδι με τα βελάκια και τον κυκλικό στόχο. Αν δεν πετύχεις τον στόχο, έχεις αποτύχει, έτσι απλά. Αν δεν χτυπήσεις το κέντρο του κύκλου, δεν είσαι παίκτης άξιος συναγωνισμού. ‘Ετσι είναι και στη ζωή. Ο στόχος είναι το παν. Τότε γιατί λένε πως σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός;

Το σώμα της ήταν απόηχος συναισθημάτων, αρχείο συλλογικής εμπειρίας. Εκείνη ζούσε μέσα σε ένα σχεδόν. Δύο φωνές ακούγε να αντηχούν μέσα της.  Και αυτή η αντήχηση ήταν τόσο ισχυρή που έφτανε μέχρι την καρδιά της. Οι μέρες της σιωπής έκαναν αυτή την αντήχηση ακόμη ισχυρότερη. Η μια φωνή ήταν ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό μέσα στο κεφάλι της. Δεν έπρεπε να το πει. Επρεπε να μείνει σιωπηλή, να κρατήσει αυτό που άκουσε επτασφράγιστο μυστικό. Δεν είχε το δικαίωμα να μεταδώσει ένα τέτοιο νέο. Όχι, όχι, όχι, ήταν ανήκουστο κάτι τέτοιο. Θα προκαλούσε βαθύ πόνο στην Ελίζα. Θα την έκανε να μελαγχολήσει και να χάσει όποιο κουράγιο της είχε απομείνει μετά την εγχείρηση. Οι σκέψεις χόρευαν στο μυαλό της. Η μουσική τους ήταν εκκωφαντική. Η καρδιά της χτυπούσε τρελλά. Γιατί να έχει η ίδια αυτή την βαριά ευθύνη; Την ευθύνη του να μεταφέρει στην καλύτερή της φίλη την πιο θλιβερή είδηση; Και αν το έλεγε, τι θα ελεγε δηλαδή; Τι θα μπορούσε να πει; Ξέρεις αυτό που έχεις είναι θανατηφόρο; Βρίσκεσαι στο στάδιο λίγο πριν το τέλος. Πως λές σε έναν αγαπημένο σου πως έχει μόλις δρασκελίσει το κατώφλι του θανάτου; Με ποια ματιά τον κοιτάς; Με τη ματιά του οίκτου; της συμπόνιας; της λύπης; του σπαραγμού; ή με την ματιά του όλα θα πάνε καλά κι ας είναι το τέλος; τη ματιά της γενναιότητας; της ψυχραιμίας; της δύναμης και του κουράγιου; Ποιο συναίσθημα χωράει μέσα σε αυτά τα λόγια;

Η δεύτερη φωνή που της φώναζε μέσα στην σιωπή των ημερών ήταν η εχθρός της πρώτης. Φυσικά και πρέπει να της το πεις. Αν δεν της το πεις εσύ, από ποιόν περιμένεις να το μάθει; Είναι καλύτερο να της το πει ψυχρά ο γιατρός σαν ένα ακόμη νούμερο ασθενούς που πεθαίνει από καρκίνο; Σήκωσε ψηλά το ανάστημά σου, μάζεψε όλη τη δύναμη της ψυχής σου, σκέψου όλα όσα θα την βοηθήσουν να ακούσει μετά και άνοιξε την αγκαλιά σου να την παρηγορήσεις. Αυτό είναι το σωστό, αυτό είναι που πρέπει να κάνεις ως η καλύτερή της φίλη. Τι σημασία έχει αν δεν μπορείς; Ποιος νομίζεις πως μπορεί να γίνει αγγελιοφόρος δυσάρεστων ειδήσεων;Το σημαντικό σε αυτή την στιγμή είναι εκείνη και όχι εσύ.  

Η Μάρθα άκουγε τις φωνές στο κεφάλι της να μονολογούν. Ακουγε τις φωνές να μιλούν πότε η μια, πότε η άλλη. Δεν μπορούσε να τις σταματήσει. Ήταν ένα διαρκές βουητό μέσα της. Έκλεισε τα μάτια και ένιωσε να βρίσκεται πάνω σε πλοίο σε ώρα τρικυμίας. Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ζεστά από τα μάτια της. Έπιασε το κεφάλι της με τα δύο της χέρια. Χτυπούσε από την ένταση, την στεναχώρια και  τους ασταμάτητους λυγμούς της. Το συναίσθημα της απόγνωσης ήρθε να την στοιχειώσει. Μετά την επισκέφτηκε και η απελπισία. Τελευταία ήρθε η ματαίωση. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις αυτές μαύρες φιγούρες μέσα της και την τράβηξαν στον βυθό της δυστυχίας. Έτρεμαν τα χείλη της, έτρεμαν τα χέρια της, έτρεμε ολόκληρο το κορμί της. Δεν είχε ποτέ φανταστεί πως θα αντιμετώπιζε αυτό το δίλημμα. Πόσες φορές όμως μπορούμε να φανταστούμε το τι θα μας φέρει η ζωή;

Το τηλέφωνο διέκοψε απότομα τα κύματα των σκέψεων της μέσα στα οποία είχε πνιγεί. Η πρώτη της σκέψη ήταν να μην απαντήσει γιατί πως θα μπορούσε να μιλήσει καθαρά μέσα από τόσα αναφιλητά. Η δεύτερη σκέψη της ήταν να προσπαθήσει να το φτάσει για να δει ποιος ήταν. Δεν έκανε καμία κίνηση. Το τηλέφωνο χτυπούσε δαιμονισμένα. Σηκώθηκε αργά από την πολυθρόνα, σκόνταψε στο φωτιστικό, σκουντούφλησε στην γωνία του τοίχου του χωλ και τελικά έφτασε μπροστά στην κατάμαυρη συσκευή που τώρα κουδούνιζε πάλι, σχεδόν θυμωμένη. Σκούπισε τα μάτια της με τεμπέλικες κινήσεις, ρούφηξε τη μύτη της και σήκωσε αποφασιστικά το ακουστικό.

«Παρακαλώ» άρθρωσε ξέπνοα. «Μάρθα μου, καλησπέρα. Τι γίνεσαι;» η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν οικεία και ζεστή. Η Κορίνα… θυμήθηκε αυτή τη φωνή, την τόσο γλυκιά που την γέμιζε ασφάλεια και ατόφια αυθεντικότητα. Η Κορίνα της, η τρίτη της παρέας. Αυτή που ακριβώς είχε ανάγκη να ακούσει. Τι υπέροχη σύμπτωση! Τι τυχερή στιγμή! Αναθάρρησε. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της, έσπρωξε πίσω τα μαλλιά που είχαν μπλεχτεί στο πρόσωπό της και άφησε αυτή την φωνή να τη μαλακώσει. «Αχ, τι καλά που σ’ακούω!» απάντησε η Μάρθα. «Πως είσαι; Τι έδειξε η βιοψία;» ρώτησε ανήσυχα η Κορίνα. Η Μάρθα άρχισε να περιγράφει όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε τα αποτελέσματα, δεν έδειξε καμία διάθεση να κρύψει την αλήθεια. Αυτή τη σκληρή αλήθεια. Το αντίθετο, ήταν μεγάλη ανακούφιση που μπορούσε να τη μοιραστεί με την Κορίνα. Με κάποια που ένιωθε την ίδια αγάπη για την Ελίζα όπως εκείνη και είχε παρόμοιο τρόπο σκέψης με εκείνη. Ενώ ξεκίνησε αργά την περιγραφή της, σιγά – σιγά άρχισε να δυναμώνει η φωνή της και να φτάνει στο αξεπέραστο δίλλημα: «Τι να της πει της Ελίζας; Πως να της το πει; Τι να κρύψει; Πόση αλήθεια να αφήσει απ’εξω;Ποια είναι η δική της γνώμη; Να της το πει τώρα ή αργότερα; Μπροστά σε όλους ή όταν είναι μόνες;». Η Κορίνα δεν μιλούσε. Δεν ακουγόταν ούτε η ανάσα της από την άλλη άκρη της γραμμής. «Κορίνα; Κορίνα μ’ακούς;». Η Κορίνα δεν απαντούσε.

Αυτή η σιωπή της φάνηκε αιώνας. Δεν ένιωθε άνετα μέσα σε αυτή τη σιωπή. Δεν μπορούσε να αντέξει και μια ακόμη κατάρρευση σήμερα. Δεν είχε το σθένος να αντιμετωπίσει ακόμη ένα αγαπημένο φίλο να τον λούζει η δυστυχία και να μην μπορεί να πολεμήσει μέσα σε αυτήν. Πότε αποκαλύπτεται η δύναμη του ανθρώπου; Στις στιγμές που καταρρέει ή στις στιγμές που στέκεται όρθιος; Πως μετριέται η ωριμότητα ενός σαραντάχρονου; Μπορείς να την ζυγίσεις με τις αποφάσεις που έχει πάρει ή με τις αποφάσεις που τόλμησε να μην πάρει; Η Μάρθα ρουφούσε λαίμαργα αυτές τις ερωτήσεις από το πονεμένο της μυαλό και δεν ήξερε τι ερμηνεία να δώσει σε αυτή τη σιωπή των λίγων δευτερολέπτων. Τη στιγμή που περίμενε η απάντηση της Κορίνας να της προσφέρει μια συναισθηματική ανάσταση, εκείνη τη στιγμή η σιωπή την χτυπούσε αλύπητα με επιπλέον ερωτήματα, αινιγματικές σκέψεις, διαταραγμένα συναισθήματα και αισθήσεις που ήταν δυσβάσταχτες, πικρές και άκαμπτες.  Το βάρος των δευτερολέπτων μια σιωπής. Σαν χιονονιφάδες που πυκνώνουν, πυκνώνουν, πυκνώνουν και δεν μπορείς να δεις καθαρά από κάποιο σημείο και μετά. Σαν τους ακίνητους δείκτες ενός παλιού ρολογιού. Απόλυτη παύση. Σημείο μηδέν. Κενό στο μυαλό και στη σκέψη. Και εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή που στέκονταν μετέωρη μέσα στο χρόνο, που δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο, την διέκοψε ένας λυγμός, ένας λυγμός που ακούστηκε σαν παφλασμός ενός πελώριου κύματος. Χτύπησε τη σιωπή καταμέτωπο, διέλυσε το συμπαγές της σώμα και την θρυμμάτισε σε άπειρα μικρά κομματάκια. Ο λυγμός της Κορίνας βούλιαξε μέσα στην καρδιά της Μάρθας. Η Μάρθα ένιωσε αυτή την υπόγεια συνάντηση ψυχών, με την Κορίνα. Επιτέλους μια ανταπόκριση, ήρθε αυτή η σκέψη ανακούφισης σαν αόρατος επισκέπτης, να μαλακώσει την αγωνία της. Τουλάχιστον δεν ήταν μόνη σε αυτό το ταξίδι του πόνου.

«Δεν…. το …χωράει …ο νους μου» είπε η Κορίνα ανάμεσα στα αναφιλητά της. Και πάλι σιωπή. Και πάλι παύση. Η Μάρθα δεν έλεγε τίποτα. Βυθίστηκε στη δική της σιωπή. Μερικές φορές οι λέξεις δεν μπορούν να δώσουν χώρο σε ένα συναίσθημα ή σε έναν καταιγισμό συναισθημάτων. Κάποιες φορές είναι τόσο λίγες που δεν μπορούν να σε κάνουν καν να αναπνεύσεις. Υπάρχουν αυτές οι στιγμές που είναι ακίνητες. Έμειναν και οι δύο εκεί, στις δύο άκρες της τηλεφωνικής γραμμής, βιώνοντας αυτή την απόσταση που από τη μια πλευρά τους έκανε να βρίσκονται μακριά, από την άλλη πλευρά έκανε τις καρδιές τους να ακουμπούν η μια πάνω στην άλλη, να αφουγκράζονται η μια την άλλη, να σιγοψιθυρίζουν λόγια παρηγοριάς η μια στην άλλη. Σχεδόν κοντά, σχεδόν μαζί, σχεδόν δίπλα.

Η ζωή τους χαραγμένη πάνω σε ένα σχεδόν. Χωρίς ούτε μια λέξη παραπάνω.

 

***


Η Δρ. Σοφία Θεοδοσιάδου είναι δημοσιογράφος και διδάσκει ως επίκουρη καθηγήτρια (έκτακτη) το μάθημα «ΜΜΕ και Παιδική Ηλικία» στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΤΕΠΑΕ) στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από το 2002 έχει διδάξει μαθήματα στο επιστημονικό πεδίο της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ενώ παράλληλα εργάστηκε ως ταξιδιωτική ανταποκρίτρια για το National Geographic Traveler όπως και για μια σειρά άλλων περιοδικών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (Close Up, Bestever, Sunday, Scope). Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε ιδιωτικούς και δημόσιους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης (ΕΤ.3, Παρατηρητής, Μύθος στα FM). Από τις εκδόσεις Ηρόδοτος κυκλοφορεί το βιβλίο της «Φωνές πειρατών στα ερτζιανά. Το πειρατικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης» (2016) ενώ εκτενές είναι το δημοσιευμένο επιστημονικό της έργο σε ελληνικά και διεθνή ακαδημαϊκά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους.