Πλησιάζουν Χριστούγεννα και είθισται να είναι η αγαπημένη γιορτή των παιδιών, ανεξαρτήτου ηλικίας. Όλο αυτό το διάστημα, που, ομολογουμένως, ήταν σκληρό και δύσκολο για όλους, με αισθήματα φόβου, αγωνίας, μοναξιάς και πολλές άλλες συναισθηματικές διακυμάνσεις, τα παιδιά, όλων των σχολικών βαθμίδων, προσπάθησαν να διατηρήσουν την καθημερινότητα τους. Μέσα από επτάωρα διαδικτυακά σχολικά προγράμματα, διαδικτυακά φροντιστήρια και διαγωνίσματα προσπαθούν και αυτά να συνεχίσουν, ενώ γύρω τους επικρατεί ο πανικός.
Μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες, σενάρια για εμβόλια, που σε κάνουν δράκο και ιστορίες συνωμοσίας, τα παιδιά, με όλη την αθωότητα και την ανεμελιά τους, προσαρμόστηκαν σχεδόν αγόγγυστα. Προσαρμόστηκαν στο να μην βλέπουν τους φίλους τους, να μην τσαντίζουν τους καθηγητές και τους δασκάλους τους – μία αγαπημένη συνήθεια-, να κάνουν πλάκα με κλειστή κάμερα ή εικόνα που πάγωνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Καθημερινά απαντούν στα απελπισμένα μας ερωτήματα “Με ακούτε”, “ Ακούγομαι;”, “Αν με ακούτε πείτε μου κάτι γιατί εγώ δεν σας ακούω”, όσες φορές και αν ερωτηθούν, τα περισσότερα μάλιστα παραμένοντας μπροστά στους υπολογιστές τους μέχρι το πέρας των μαθημάτων. Επιστρατεύουν κάμερες, μικρόφωνα, φωτογραφικές, εφαρμογές, συνομιλίες, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι μόνο η γενιά των social media και του φαίνεσθαι. Εφευρίσκουν τρόπους για να σε διευκολύνουν στο “φερ’ το πιο κοντά στην κάμερα να το διαβάσω” και γελούν τραγουδιστά κάθε φορά που τους πετάει έναν έναν το σύστημα.
Κάνουν τις εργασίες τους, αγχώνονται για τους βαθμούς τους, διαβάζουν για εξ αποστάσεως διαγωνίσματα και γελούν πονηρά που τους δίνεται η δυνατότητα να κρυφοκοιτάξουν τις σημειώσεις τους. Ξυπνούν στην ώρα τους το πρωί και στέκονται μπροστά από μια οθόνη, που μπορεί να είναι και οθόνη τηλεφώνου, για επτά με δέκα, ίσως και παραπάνω ώρες, αν συνυπολογίσουμε και τα φροντιστήρια για κάποια παιδιά. Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες που δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και να παραμείνουν συγκεντρωμένα, πόσο μάλλον όταν δεν είσαι δίπλα τους κι όμως κάνουν ότι μπορούν, ακόμη και αν αυτό σημαίνει να γελάνε ανά πέντε λεπτά και να ξεχνούν να κάνουν όλες τις ασκήσεις τους.
Όταν “οι σοφοί μεγάλοι” δυσκολεύονται να τηρήσουν μέτρα, απελπίζονται, γκρινιάζουν, αποθαρρύνονται, βλέπουν την επιστήμη σαν εχθρό της ανθρωπότητας, ξεσπούν στα παιδιά και στις οικογένειες τους, “οι επιπόλαιοι μικροί” χτίζουν ένα κάστρο απόρθητο και ασφαλές στον μικρόκοσμο τους. Όταν δάσκαλοι και καθηγητές δεν θέλουν να διδάξουν διαδικτυακά γιατί “δεν είναι το ίδιο” ή γιατί “δεν μπορείς να τα ελέγξεις έτσι” ή γιατί “θα εκμεταλλευτούν την κατάσταση και θα αντιγράψουν” (λες και θα σταματήσει η γη να κινείται αν ένα παιδί πάρει καλό βαθμό ή λες και δεν αξίζει υψηλό βαθμό όλη αυτή η υπερπροσπάθεια), αυτά προστατεύουν τη ρουτίνα τους, μπαίνουν στα μαθήματα και επισυνάπτουν εργασίες. Εκτιμούν τη μία φορά την εβδομάδα που είδαν τους φίλους τους, τρίβουν ματάκια και βάζουν κολλύρια, στίβουν το μυαλό τους να συντονιστούν και να πατήσουν σίγαση στον καθηγητή, για να γελάσουν και να τον πειράξουν έστω και έτσι και ζητάνε συγνώμη όταν η σύνδεση χάνεται.
Όσοι προχωράμε δίπλα τους έχουμε την ευτυχία να γινόμαστε κάθε μέρα καλύτεροι μέσα από τα μικρά αλλά πολύτιμα μαθήματα που, άθελά τους, δίνουν απλόχερα. Να παραμένουμε ουσιαστικά νέοι και να γελάμε δυνατά και καθαρά.
Για όλα τα παιδιά που έχουν την μαγική ικανότητα να βλέπουν φως μέσα από το σκοτάδι, να μεταφράζουν την απαισιοδοξία σε “εγώ πιστεύω, πώς όλα καλά θα πάνε” και να βρίσκουν χαρά στα πιο μικρά πράγματα, ας τους κάνουμε τα Χριστούγεννα τόσο φωτεινά όσο τα χαμόγελα τους.