Ρογήρος Δέξτερ | Σχεδίες

© Elliott Erwitt

   

Gesta in Eutopia

    (2)

Τα έπαιξαν όλα για όλα
Άραγε σε πόσες χαμένες ζαριές
Τον έρωτα και την τύχη
Και τη μαγεία τής ζωής
Και την αγάπη την ανύπαρκτη που κυματίζει
Σαν κορδέλα κόκκινη πάνω στη θλίψη
Και σιγά σιγά πανί με πανί
Κατέβηκαν ένα ένα τα σκαλοπάτια
Κάποιοι γελώντας
Που δεν άφησαν τίποτα πίσω τους
Άλλοι χλευάζοντας τη ματαιότητα
Τού χρόνου και τού τόπου•
Και τώρα
Λες και θυμίζει βάρκα
Η θύμησή τους ανεβαίνει τα πάνω νερά
Στη γαλήνη ποταμού• τούς φώναζαν
Αλήτες κι αποβράσματα και φρικιά
Μιας κοινωνίας μαθημένης στις καταδίκες
Και στις εν ψυχρώ εκτελέσεις
Αλλά αρκετοί από αυτούς υπήρξαν φίλοι
Και κάποτε μοιραστήκαμε ένα τσιγάρο
Πλακωθήκαμε πάνω στα χαρτιά και τα ζάρια
Ήπιαμε τον κώλο μας και πιαστήκαμε
Στις γροθιές για την ίδια γυναίκα•και
Οι πιο πολλοί
Ενάντια στις πιθανότητες “1 προς 10”
Παρέμειναν άνθρωποι ανάμεσα σε κτήνη• (δε
Με νοιάζει τί ψιθυρίζουν διάφοροι στα κορακοσυμβούλια
Δήμιοι με την τυφλή καρδιά και τα δόντια των σκύλων•)
Έζησα καιρό ανάμεσά τους
Όταν σκοτώνοντας τις ώρες μιας νύχτας
Μεθύσι και ατέλειωτα τσιγάρα
Έριχναν κλεφτές ματιές στα διανυκτερεύοντα
Σα να περίμεναν ν’ ανοίξει μια αόρατη πύλη
Η φωτεινή έξοδος που δεν υπάρχει•

 


Πεντάρα τσακιστή
 (για το JukeBox)
Ή
“Pseudo-Blues”
  [prose song “written on a toilet roll”]

Ας έπαιζε
Από τ’ αγαπημένα τής φυλλωσιάς και τού δάσους
Όσκαρ Πήτερσον και Τσετ Μπέηκερ
“Summertime” & “Alone Together”
Ημίθεους με σάλπιγγες και έγχορδα
Πανέτοιμους να γκρεμίσουν τα τείχη σε μια ιαχή
Τους τοίχους στ’ αφτιά των πολλών
Που όμως δε θέλουν ν’ ακούσουν
Ούτ’ ένα πολλοστημόριο αλήθειας
Διαλέγοντας τις χοντράδες
Αντί -έστω- την τυχαιότητα και τις ευκαιρίες
Τις μονάκριβες πιθανότητες
Μισής ζωής παραδομένης στα όνειρα
Που ξεγεννούν τα θέλω και οι ορέξεις
Μισής ζωής στο περίμενε
Μήπως γίνει κάτι μοναδικό
Μήπως σε σώσουν οι άλλοι
Καημένε στα δόντια των καημών• ας
Έπαιζε μουσική και όλοι
Οι απαίσιοι φρικτοί ήχοι μιας πόλης
Που σου τρυπούν το κρανίο
Τα μεσημέρια και τα μεσάνυχτα
Μέχρι ακόμη κι εδώ στη χρυσαφένια
Αμμουδιά, θα χάνονταν στο π και φ
Όπως σε μια κλασική πράξη περιστρόφων
Που ακυρώνουν – αν βρεις ποτέ το σθένος ή το θυμό
Να πατήσεις σωστά τη σκανδάλη –
Έναν κόσμο κατάμεστο από φθονερούς και βλακέντιους
Ανήμπορους να τσακίσουν
Τη βαρετή επιλογή να ζουν μέχρι το θάνατο
Ακολουθώντας τη λαοθάλασσα των ακέφαλων
Το πλήθος των καθηλωμένων μπροστά στο χαζοκούτι
Όπως στην ουρά ενός ξεπεσμένου πορνείου• αλλά
Εδώ το σκονισμένο τζουκ-μποξ
Δεν παίζει κανένα τραγούδι
Ο μπάρμαν τρίβει γελώντας την κοιλιά τού φυσητήρα
Και κάποια Σαλώμη χορεύει κοντά μου
Εφτά πέπλα ν’ ανεμίζουν διάφανα
Βυζιά και χείλη που θα έλιωναν γλυκά στο στόμα
Ίσως με την ελπίδα – ίσως πάλι όχι
Να δω αργότερα το κεφάλι μου στο πιάτο της•αν

[ δεν είχαν γίνει σκιά μου οι φερτάκηδες
Κι εκείνη η πόρνη η προκατάληψη
Απέναντι στις λέξεις –
Θα σκεφτόμουν άλλα να πω όπως
Να χύσω μέσα της κάμποσες φορές
Με απανωτές κραυγές και σφρίγος
Μιας δωδεκάδας αιχμητών που κονταροχτυπιούνται
Με δόρυ στιβαρό σε ομηρικά ακρογιάλια• ]