Όταν η γλώσσα
Θα ΄χει χαθεί,
Θα απομείνει
Η γεωμετρία
Των σωμάτων
Για να αφηγηθεί
Τις ύστατες στιγμές,
Την άρνηση,
Την τόση συντριβή.
Δυο άνδρες, τριάντα και σαράντα χρόνων βρέθηκαν σε έναν από τους χώρους της βίλια Τζουλιάνα.
Είχαν χαθεί σε εκείνο το φοβερό μαρτύριο της Πομπηίας πριν από σχεδόν δεκαοχτώ αιώνες. Τόση η σιωπή τους και ο πόνος τους, η δική μας συγκίνηση, καθώς βρισκόμαστε εμπρός στην τρομερή και αναπάντεχη μαρτυρία τους.
Όπως ακριβώς το΄πε ο Ιταλός Luigi Settembrini στο πρώτο φως εκείνης της αφοπλιστικής καταστροφής. Σε αυτούς τους δύο άνδρες, βασίζεται η αίρεση που ακολουθεί. Μια ιστορία με αβέβαια επιχειρήματα, που αυθαιρετεί στο πλευρό του έρωτα.
Η είδηση πέρασε στα ψιλά. Υπήρξαν ένας δυο σχολιασμοί ωστόσο η υπόθεση γρήγορα λησμονήθηκε. Οι ρυθμοί της ζωής βλέπετε, το είδος της αφοσίωσης που απαιτούν οι πολύ προσωπικές μας υποθέσεις καθόρισαν την βαρύτητα της πληροφορίας. Σε μερικές μέρες, η υπόθεση θα έχει ξεθωριάσει, χαρίζοντας την θέση της στις πρωτοκλασάτες ειδήσεις που κουβαλούν ιδανικούς αυτόχειρες, ήρωες περαστικούς, αξιωματικούς με δίχως καμιά κίνηση στην σκακιέρα, εκεί έξω, για πάντα αποκλεισμένους. Ωστόσο, η ιερή σκιά του έρωτα δεν αφήνει ποτέ παρά μια αδειασμένη ακρογιαλιά, μια δοξασμένη θάλασσα μες στην σιωπή του Δεκέμβρη.
Ο δημοσιογράφος που καλύπτει το ρεπορτάζ των παράξενων και μοιραίων πραγμάτων έγραψε. Οι δυο τους, μόνον στάχτη και σχήμα βρέθηκαν σε μια άκρη. Φαίνεται πως έτρεξαν να σωθούν ή απλώς αφιερώθηκαν καθένας στον βαθύτερο εαυτό του και έτσι χάθηκαν, εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχαν από την πρώτη στιγμή δώσει. Ο κύριος και ο σκλάβος του συνιστούν τα πιο φημισμένα σπαράγματα της ιταλικής Αίτνας, δυο πρόσωπα που έχασαν την ανάσα τους. Σταμάτησαν εκεί στους πρόποδες του ηφαιστείου τους, χιλιάδες χρόνια πριν, σαν να σταμάτησαν κάπου για να περιμένουν την ζωή. Όμως μάταια.
Η καταχώρηση ήταν γραμμένη σε μια φυλλάδα της δεκάρας από εκείνες που φέρνει ο άνεμος στο γαλάζιο μου στενό. Γράμματα από έναν κόσμο χαμένο που κανείς μπορεί να τα ξαναζήσει δίχως ίχνος λύπης. Μόνο με έναν πηχαίο τίτλο που αφηγείται πάντα τόσο λιγότερα από το κατακόρυφο βάρος των αιώνων. Έναν εμπνευσμένο τίτλο που λειαίνει την ανθρώπινη μοναξιά και κάνει κομμάτια το παλιό κεντρί της λύπης. Με έναν τρόπο θεατρικό και εξόχως πιο ανθρώπινο, ξαναζώ μες στα όρια του γαλάζιου μου στενού, τις κρυφές πτυχές αυτής της ιστορίας που ίσως να έφθειρε τότε εκείνα τα σώματα και όμως απόψε χαρίζει τόση νοσταλγία, τόση παράξενη ζεστασιά.
«Υπήρξε θύμα εκείνου του θαυματουργού και αναπάντεχου ρεαλισμού, που καμιά φορά χαρίζει ζωή στο αδύνατο. Κατείχε μια σημαντική θέση στο συμβούλιο της πόλης. Όταν διάβαινε τον δρόμο που οδηγεί στο θερμοπωλείο, όλοι παραμέριζαν. Πίσω του ακολουθούσε μια ολόκληρη κουστωδία από παράξενους κόλακες και αυλικούς που δανείζονταν λίγη από δική του αίγλη. Δεν θα΄ταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως εκείνη η πρωινή πομπή θύμιζε σε τόσα την ξέφρενη παρέλαση ενός νεκρού, πια θεού. Σε κάθε του βήμα, κάποιος δυστυχισμένος έπεφτε στα πόδια του, ζητώντας ελεημοσύνη, γυρεύοντας τον οίκτο, εμπρός στην σκληρή, καθημερινή ζωή. Και εκείνος πρόσταζε τους ακολούθους να του παράσχουν τα απολύτως αναγκαία. Ας πούμε, μια ιδέα τρυφερότητας, συνοδευόμενης από μερικά χρυσά νομίσματα. Κάπως έτσι ο κύριος πλάτιαζε την φήμη του και πέρα από τον τίτλο του ικανού και αποτελεσματικού εμπόρου, κέρδιζε την δόξα των ανθρώπων της πολιτείας. Πρόκειται για ένα γνήσιο και αντιπροσωπευτικό είδος του πιο γαλήνιου και χαριτωμένου, ελληνιστικού ανθρωπισμού που πνίγηκε στην στάχτη.
Όμως η καρδιά του είχε έναν άλλον χτύπο, μια άλλη φωνή. Όσα πίστευε, όσα έπραττε και όσα αγαπούσε, δεν έπιαναν μία εμπρός στην μορφή του νεαρού σκλάβου που ακολουθούσε την πομπή, υπηρετώντας, προσκυνώντας, εκτελώντας. Γιατί, όποιος κάποτε αντίκρισε τις πεταλούδες της Αίτνας, μπορεί να καυχιέται πως απάντησε στην ακμή της τύχης του, ένα μικρό και ανεπίληπτο θαύμα. Η θέση του δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις από τον δουλικό ρόλο που του είχε αναθέσει η ίδια η ζωή. Ο κύριός του που συχνά τον φώναζε κοντά του για τα θελήματα, δεν θα μπορούσε σε τίποτε να ενδώσει στις νύμφες που τον κατακλύζουν νύχτες ολόκληρες, στρέφοντας την καρδιά του σε εκείνον τον νεαρό έφηβο. Κάποιοι αυλικοί είχαν αντιληφθεί τις παράξενες προτιμήσεις του κυρίου τους, ωστόσο κρατούσαν φυλαγμένο το μυστικό τους. Θέατρο, ιππόδρομος, αρένα, ναοί λαγνείας, αβεβαιότητας, βαναυσότητας, φτιαγμένοι για νεαρούς θεούς που σε τίποτε δεν παρηγορούν τα ανθρώπινα. Όλα ήθη του συρμού, τίποτε περισσότερο για εκείνους που διαθέτουν μια ψυχή έτοιμη να εξαρθεί.
Εκείνο το βράδυ, ο κύριος έστειλε να φωνάξουν τον νεαρό σκλάβο. Τον βρήκαν βυθισμένο στον ύπνο, ένα γαληνεμένο παιδί χαμένο μες στον δίχως όνειρα κόσμο του. Η ομίχλη εκείνη την νύχτα είχε κατηφορίσει από τις πλαγιές. Κουβαλούσε την νύχτα και την φωνή της και έλεγε έναν χρησμό που κανείς και ποτέ δεν φαντάστηκε. Η γη που σάλευε ανάμεσα στους δυο της κόσμους, ο κύριος που ψιθύριζε στον εαυτό του ψέματα, ψέματα, ψέματα, η πόλη που κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να βυθιστεί, κάνοντας κομμάτια το εύθυμο ένστικτο της ζωής. Ο πυρετός που του κατέτρωγε το κορμί είχε ένα όνομα, δυο μάτια, ένα ζευγάρι χείλη με την γεύση της Καρχηδόνας επάνω τους. Καθώς ο νεαρός σκλάβος πλησίαζε, βέβαιος για τον θάνατο ή την ταπείνωσή του, η πόλη έτρεμε. Πρώτη η βίλα των παπύρων σωριάστηκε μες στα ερείπια, παίρνοντας μαζί της μια στρατιά από σιωπηλές θεραπαινίδες. Και έπειτα ολόκληρη η πόλη γινόταν σκόνη, όλα όσα έφτιαξε το καλύτερο, ανθρώπινο πνεύμα αποδείχτηκαν τόσο φθαρτά, τόσο εφήμερα. Μόνον η ομορφιά του νεαρού δούλου θα μπορούσε, αν το ΄θελαν οι θεοί, να σωθεί. Αν το πρόσταζε ένα μόνο θεός, ο νεαρός σκλάβος θα΄χε γλιτώσει. Καμιά σημασία δεν θα΄χαν τότε οι μπαλάντες, τα αισθηματικά τραγούδια που μιλούν για χαμένους έρωτες. Δεν θα΄χε ανακτήσει μια σχεδόν ασώματη σημασία, χαρισμένη σε όσους αψήφησαν την ίδια τους την ζωή.
Η πόλη δεν άργησε να πέσει. Τώρα και για πάντα θα ακούγονται τα μαδριγάλια της Αριάδνης που ΄δε την καρδιά της να ταξιδεύει με ένα πλοίο. Ο κύριος που περίμενε στο αίθριο της βίλας, σωριάστηκε επάνω στις ύστατες λέξεις του έρωτα και του αποκρυφισμού. Η ανάσα του στέρευε και ο νεαρός δούλος του τίποτε δεν μπορούσε πια να αντιστρέψει από το κύλισμα της αποφασιστικότερης μοίρας. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο κύριος ένιωσε με τον τρόπο των θεών που τίποτε δεν μισούν, που τίποτε δεν αγαπούν. Ο σκλάβος του με κομμένη την ανάσα πλησίαζε, γυρεύοντας βοήθεια. Η όψη της Αίτνας τον έκανε να αναθεωρήσει. Κανείς δεν θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτό το φοβερό τέλος, κανείς. Θαρρείς πως οι δυο τους, το ηφαίστειο, εκείνες οι κραυγές στα άδυτα της πόλης, όλα είχαν τεχνουργηθεί από τους θεούς και τις μοίρες, όλα είχαν φτιαχτεί για τον θάνατο και την τέφρα. Ο κύριος και ο σκλάβος του έχασαν τις αισθήσεις τους και εκείνη η αιωνιότητα που κάποτε ορίζεται με πρόσημα θεολογικά, είχε για πάντα κερδηθεί από εκείνους τους μυστικά ερωτευμένους.»
Ίσως άραγε να βρισκόμαστε εμπρός στους πρωταγωνιστές μιας παρόμοιας ιστορίας. Ίσως πάλι, τυχαία οι δυο τους να βρέθηκαν εκεί, προσπαθώντας να γλιτώσουν από τα φοβερά φαινόμενα. Ίσως καμιά σημασία να μην έχει πια αυτού του είδους η πτυχολογία που καταντά φλύαρη και υπονομευμένη από το είδος της προσωπικής φιλοδοξίας που αναπλάθει κάθε παρελθόν. Όλα φτιάχτηκαν για αυτήν την ιστορία που θέλησε να γράψει ένα άλλο, δικό της τέλος. Το δράμα της ζωής και ο έρωτάς της ανακαλύφθηκαν κάτω από στρώματα χαμένων πόλεων. Μια ιστορία λαϊκή, ένα είδος μυστικής προπαίδειας που σημαδεύει τα ανθρώπινα, στιγμάτισε εκείνες τις δυο ψυχές που ΄ρθαν στο φως χιλιάδες χρόνια μετά. Όμως, αυτή τους η αμαρτία, αυτή η ελευθερία ίσως να τους χάρισε την αγγελικότητα που δεν βρήκαν ποτέ στην σύντομη βιογραφία τους.
Το γαλάζιο μου στενό γέμισε δεσμοφύλακες, δόξες και παλιά κατεστημένα. Είναι καιρός να το αφήσω στην εγκατάλειψή του, την παγωνιά που κάθε νύχτα ξαπλώνει την προτομή της πάνω στο κουφάρι του κόσμου. Το αίνιγμα των ευρημάτων θα σβηστεί ή χειρότερα, θα ερμηνευθεί. Όμως ποιος γνωρίζει αν αυτοί οι δυο που κάποτε αντίκρισαν στα μάτια τον πιο σκληρό θάνατο, είχαν κιόλας δοθεί κτήμα σε μια αγάπη. Κανείς δεν ξέρει και αυτή η σιωπή του γαλάζιου στενού, τίποτε δεν κουβαλά έξω από την λησμονιά και τον έρωτα εκείνων που χίλια χρόνια μετά, ανακηρύσσονται ήρωες ενώπιον άλλων θεών, άλλων ανθρώπων. Ο καιρός χάλκεψε το μυστικό τους και εγώ, νοσταλγικά από το γαλάζιο μου στενό, απόψε τους χαρίζω τον αποχαιρετισμό που τους αρμόζει, κομμάτι και εγώ από το ίδιο εδάφιο, το ίδιο μεγάλο βιβλίο.
Απόστολος Θηβαίος