“Και τώρα τελευταία τον πετούν στην κατανάλωση, συνδέοντάς τον με τις ασημαντότητες της νεοαντιστασιακής κομφορμιστικής «αμφισβήτησης» – μα η δίψα του κόσμου για τις πηγές γίνεται όλο και εντονότερη.” Πόσο μπροστά κοιτούσε, αλήθεια, ο Βύρων Λεοντάρης όταν έγραφε αυτό, στα 1973 (Θέσεις για τον Καρυωτάκη, Σημειώσεις, τχ1). Μιλούσε, άραγε, μόνο για τη μεταπολίτευση, που την έβλεπε να έρχεται με διαθέσεις οδοστρωτήρα, ή και για το σήμερα; Έχει, νομίζω, τόσα να μας πει εκείνο το “κομφορμιστική αμφισβήτηση”. Με κάτι τέτοια, εκφράζοντας θαρρετά την πραγματική εικόνα, χωρίς στρογγυλέματα και ψιμύθια, μπαίνεις για καλά στη μαύρη λίστα. Όσοι βολεύονται κάτω από σημαίες ευκαιρίας, όσοι συνασπίζονται για να ορίσουν στον τόπο μας τις αξίες (τότε και τώρα), συμπεριλαμβάνοντας μέσα σε αυτές και τους εαυτούς τους (πώς αλλιώς;), δεν πρόκειται να σου το συγχωρήσουν. Βεβαίως, δεν θα καταφέρουν ποτέ να φέρουν στα μέτρα τους τους “αυτοκτόνους” και τους “βλάσφημους”, λίγο τους νοιάζει. Αυτό που προέχει είναι να μη συζητιέται η πραγματική εικόνα, αυτή η τόσο απεχθής και αναλλοίωτη. Ο μηχανισμός της απώθησης, όπως τον περιγράφει ο Λεοντάρης, θυμίζει κλειστές τοπικές κοινωνίες με “τρελούς του χωριού”. Με ανθρώπους δηλ. (καλλιτέχνες, εν προκειμένω), που μόνο τους όπλο, μαζί με την άγνοια κινδύνου, έχουν τις ουλές και τον πυρετό τους (γνησιότητα). Ναι, δίψα υπάρχει. Πολύ φοβάμαι, όμως, έτσι όπως έχουμε κλειστεί στις ακροπόλεις μας, πως το μόνο που μας απέμεινε, δηλ. οι πηγές, κινδυνεύουν κι αυτές σε συνθήκες πολιορκίας.
Επιμέλεια έκδοσης: Ντέμης Κωνσταντινίδης