Φωτεινή Τέντη | Άλκηστη

© Ralph Eugene Meatyard

Η κόρη της Άλκηστης πέθανε ξημερώματα μια κάποια μέρα του Απρίλη. Η ημερομηνία, επισήμως, δεν οριζόταν ως σημαντική, αφού δεν σχετιζόταν με καμία μεγάλη εκκλησιαστική γιορτή ή σπουδαίο ιστορικό γεγονός.

Χαράχτηκε μόνο σε κάποια πιστοποιητικά, στο μαρμάρινο σταυρό και στο μυαλό της Άλκηστης ως η τελευταία μέρα της εικοσάχρονης κοπέλας πάνω στη Γη.

Η Άλκηστη δεν έκλαψε ούτε φόρεσε μαύρα.

Χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισε ότι δεν θα έθαβε τη νεκρή της κόρη.

Διέγραψε από το μυαλό της τη συγκεκριμένη ημερομηνία και δεν επισκέφθηκε ποτέ το μέρος που είχε στηθεί ο μαρμάρινος σταυρός. Για κείνη ήταν ολοφάνερο ότι, αφού αυτή την έφερε στη ζωή, είχε κάθε δικαίωμα να έχει άποψη και για τον θάνατό της. Δεν θα επέτρεπε να συμβεί πριν απ’ τον δικό της, αψηφώντας τις βουλές όποιου είχε αποφασίσει αλλιώς.

Έκρυψε την κοπέλα μέσα στο σώμα της, όπως τότε που της είχε παραχωρήσει το κορμί της για εννέα μήνες. Τώρα, θα το μοιραζόντουσαν πάλι, αυτή τη φορά μέχρι τέλους, μέχρι την οριστική φθορά του.

Μητέρα και κόρη ζούσαν μαζί από την αρχή κάθε μέρα και ώρα από τα είκοσι χρόνια που το κορίτσι είχε υπάρξει έξω από τη μητρική σάρκα. Η Άλκηστη άκουγε το μωρουδίστικο κλάμα της, η μυρωδιά της κολλούσε στα ρούχα της, διάβαζε τα σημειώματα που της έγραφε τότε που είχε κλείσει ο λαιμός της, συζητούσαν για τον έρωτα με το αγοράκι από τη διπλανή τάξη, την πρώτη της περίοδο, περνούσαν ξανά την εφηβεία της, την κρατούσε από το χέρι στο νοσοκομείο, έκλαιγε όταν της ανακοίνωνε τη διάγνωση ο γιατρός και όλο αυτό διακόπτονταν απότομα εκείνο το απριλιάτικο πρωινό.

Συνέχιζαν πάλι από την αρχή, πάλι και πάλι, έκαναν εικοσάχρονους κύκλους, η κόρη έμενε κρυμμένη μέσα στο σώμα της μάνας της, από το οποίο τρεφόταν, ανέπνεε οξυγόνο, δανειζόταν γέλιο, κλάμα, τραγούδια, λέξεις, σκέψεις και συναισθήματα. Υπήρχε μία σάρκα που έθρεφε δύο πλάσματα μέχρι που στράγγιζε, μα τα κρατούσε ζωντανά για να μπορούν να αναπαράγουν όσα είχαν δει η μία μέσα από τα μάτια της άλλης.

Η Άλκηστη με τον καιρό απορροφήθηκε τόσο από τις κυκλικές επαναλήψεις, ώσπου αποκόπηκε από οποιαδήποτε άλλη πραγματικότητα. Αδυνάτιζε, δυσκολευόταν να γελάσει, κοιμόταν μόνο με χάπια και έμενε ώρες σιωπηλή. Ένιωθε βαριά, ένα κομμάτι σκουριασμένο σίδερο μεγάλωνε μέσα της, της έκοβε την αναπνοή και την έπνιγε.

Τα ξημερώματα μιας κάποιας μέρας του Απρίλη, κοιτούσε άυπνη το πρωινό φως και τότε, έγινε αυτό που φοβόταν εδώ και καιρό, που το περίμενε, αδύναμη πλέον για να μπορέσει να το σταματήσει. Από τα έγκατα της ψυχής της ανέβηκε μια κουρασμένη φωνή που απότομα δυνάμωσε. «Ελευθέρωσέ με. Σε παρακαλώ».

Η ημερομηνία που νόμιζε ότι είχε διαγράψει για πάντα από το μυαλό της, εμφανίστηκε μπροστά της. Η Άλκηστη την έκλεισε στην παλάμη της και την ακούμπησε στο στήθος της.

Άρχισε να κλαίει σπαραχτικά. Ένιωσε τον υπέρτατο πόνο να τρυπάει το σώμα της από τη μήτρα ως την καρδιά, να την καίει σαν πυρωμένο κάρβουνο, να της διαλύει το μυαλό και να το αφανίζει, αλλά αυτό να παραμένει εκεί και να στέλνει κι άλλα κύματα πόνου μέχρι την τελική εξάντληση, και μετά πάλι από την αρχή.

Για την Άλκηστη, είχε έρθει η ώρα να ζήσει το αβίωτο πένθος που απέφευγε τόσον καιρό ελπίζοντας ότι θα γλύτωνε από τα μυτερά νύχια της απώλειας που καθώς θα μπήγονταν όλο και πιο βαθιά, θα έσκιζαν κομμάτια την ψυχή της.

Στην πραγματικότητα ήξερε ότι η λύτρωσή της θα ερχόταν μόνο αν απελευθέρωνε τον θρήνο της, αν άφηνε το πένθος να την κατακλύσει και να την οδηγήσει κάποτε να βρει τον τρόπο να συμβιώνει με την απώλεια, παραμένοντας ζωντανή.

Το χρωστούσε στην ίδια, στην κόρη της, στη ζωή και στις βουλές του θανάτου.

Για την Άλκηστη, είχε έρθει πια η ώρα να θάψει τη νεκρή της κόρη.

 


Η Φωτεινή Τέντη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Εργάζεται ως μεταφράστρια. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπες ανθολογίες, στο περιοδικό Εντευκτήριο, σε διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια. Επίσης, μικροδιήγημά της περιλαμβάνεται στην ανθολογία Proyecto GreQuerías,  η οποία αποτελείται από μικροδιηγήματα που αναρτήθηκαν στο ιστολόγιο Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι και μεταφράστηκαν στα ισπανικά.