Από την αγγελικότητα
Ως την πτώση.
Και ξανά.
Η Χάνα έγινε φόντο σ’ ένα βερολινέζικο παράθυρο. Ποτέ δεν μίλησε, ποτέ δεν γέλασε, δεν μπορούσε. Κρέμασε τις δεκαετίες για σκουλαρίκια της και βάδισε τον δρόμο που οδηγεί στην αιωνιότητα. Στην καρδιά της κρατά κρυμμένα βράδια αχαλίνωτα στα σκόρπια σημεία του ελέγχου. Πιο βαθιά, μες στην ψυχή της Χάνα κυκλοφορούν όλοι της οι φίλοι. Στο βάθος του πίνακα της πόλης, κοιτάξτε φωνάζει το πλήθος ταξιδεύοντας κοπαδιαστά στην ελευθερία, προσμένουν με τα χαρτιά τους στα δόντια. Οι καμπαρντίνες τους ανεμίζουν, τα ονόματά τους χάνονται, τι μοίρα, τι κεντρί αυτός ο βουβός πόλεμος. Τους αντικρίζω τώρα δα με τα μάτια και τις αισθήσεις. Τίποτε άλλο δεν μπορώ από το να θυμάμαι.
[…Χάνα, είναι άλλο πράγμα να περπατάς στους φεγγαριού τους κρατήρες και άλλο να γίνεσαι ο κεραυνός. Συγχωρέσε τον εαυτό σου Χάνα, ότι έγινε είναι κιόλας άγριο παρελθόν. Μόνον οι φίλοι σου Χάνα, με τα χαρτιά τους μισοί σε τούτο τον τομέα, κρατώντας τα χαρτιά όλων των φίλων στα θυελλώδη στόματα που έχουν τόσα να σου πουν. Μόνο αυτοί σημαίνουν κάτι απόψε. Βλέπεις Χάνα ο κόσμος έρχεται μια φορά που γίνεται επικίνδυνο εγχειρίδιο, κόβει σαν λεπίδα τις ζωές μας στο τώρα και το πριν. Μας αφήνει ένα βαθύ χνάρι, σαν χάδι σεισμού όταν αλλάζει το παλιό του δέρμα Χάνα, μας αφήνει ευτυχισμένους στο βάθος της πλατείας ή ολότελα πικραμένους. Έλα, κρατήσου από μένα, ο καιρός είναι καλός, ο δρόμος σύντομος. Θα τους δεις που περνούν σαν σκιές, ποτέ δεν έζησαν μα δεν έχουν πίκρα στην καρδιά τους. Το Βερολίνο είναι μια αγκαλιά που τα χωράει, λένε όλα. Και όμως μερικοί φίλοι, δεν τολμούν να πάνε παραπέρα από την καρδιά τους, λες και στην ρίζα της πολιτείας τίποτε δεν γκρεμίστηκε, τίποτε δεν άλλαξε. Θα χαρούν αν σε δουν Χάνα, τους έχεις λείψει. Να πεις ψέματα για τον καινούριο κόσμο, ακούς Χάνα; Αν κάνεις αλλιώτικα θα πληγωθούν βαθιά και δεν το θες καλή μου. Πως τόση προσπάθεια, τόση χαρά μην τους πεις πως δαπανήθηκε για το τίποτε. Καλύτερα να μην γνωρίζουν…]
Η Χάνα γνέφει καταφατικά. Το βερολινέζικο παράθυρό της έχει ένα μικρό ήλιο.
[…Δεν υπήρξε ποτέ ομορφότερο λουλούδι από σένα Χάνα. Άσε με να σε συνοδεύσω. Κάθε τόσο θα κάνουμε το προσκλητήριο για αυτές τις ζωές που διαλύθηκαν σκαρφαλωμένες στα βράχια της πόλης. Εκείνοι που πλήρωσαν είναι πάντα όσοι ονειρεύτηκαν Χάνα. Εκείνο το πλήθος, τότε Χάνα, δεν ήταν μονάχα μικρές, στριμωγμένες ζωές, μα κάτι περισσότερο. Ίσως ένα ποίημα Χάνα που επιστρέφει από την καρδιά ως το πλήθος, που σε βρίσκει παντού και πάντα…]
Η Χάνα γνέφει καταφατικά. Ο ήλιος πέφτει, το Βερολίνο πνίγεται στην ντροπή του, τότε και τώρα.
[…Η εποχή μας Χάνα είναι σκληρή. Δεν συγχωρεί, κυλά ξέφρενη έξω από τα ρολόγια. Μόνο να θυμάσαι μπορείς Χάνα τον κομματιασμένο ορθολογισμό τους. Και πως έρχεται μια φορά που νικάς και εσύ Χάνα, νικάς και εσύ…]
Η Χάνα γνέφει καταφατικά. Συλλογίζεται πως μια επέτειος είναι ένα σκοτωμένο πράγμα. Και πως κάθε γενιά πρέπει κάτι να αφήσει. Γελά στο κορίτσι του ιδρύματος που ετοιμάζεται να της διαβάσει ρομαντικά μυθιστορήματα του συρμού.
[…Τι όμορφο κορίτσι, τι μάτια γυάλινα που φορά η καλή νοσοκόμα. Έρχεται κάθε χρόνο, στις εννιά του Νοέμβρη, μες στην παγωνιά να σε παρηγορήσει. Εσύ γκρεμίζεις το τείχος και την φιλάς στα χείλη, σαν να προδίδεις τα ξέφτια αυτού του κόσμου. Έπειτα ξεγλιστράς, χαράσσοντας μια νέα αρχή στο Γραφείο των Μέτρων και των Σταθμών. Θα σε θυμάμαι Χάνα και ας μην σημαίνει αυτό τίποτε. Θα σε θυμάμαι σε πείσμα του άνεργου καιρού μου που διδάσκει μια άλλη προπαίδεια λιγότερο φανταστική…]