Ξύπνησε με το πρώτο φως. Δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι. Γυρισμένος προς την πλευρά της την παρατηρούσε. Πρέπει να έβλεπε ωραίο όνειρο γιατί πού και πού της ξέφευγε ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Τoν προηγούμενο μήνα είχε κλείσει τα εικοσιέξι. Φαινόταν μετά βίας είκοσι. Αυτός εικοσιέξι ήταν πριν τριάντα χρόνια και ωραίο όνειρο είχε να δει από τότε που πήγαινε σχολείο. Της φίλησε τον ώμο. Σηκώθηκε. Τη σκέπασε καλά και βγήκε ακροπατώντας από το δωμάτιο. Ήπιε καφέ στα γρήγορα. Έβαλε δύο φακέλους στον χαρτοφύλακα κι έφυγε για το δικαστήριο. Το άρωμά της φτερούγιζε στο μυαλό του.
Η δίκη πήγε θαυμάσια. Παγίδευσε με ευκολία τους μάρτυρες κατηγορίας. Αγόρευσε πιανιστικά. Κατόρθωσε να πείσει τους πάντες ότι την ώρα του εγκλήματος η εντολέας του είχε μεταβεί εκτάκτως σε μεγάλο νοσοκομείο της πόλης, προκειμένου να βοηθήσει συγγενικό της πρόσωπο. Ας ήταν καλά ο Δερβάκης και η τρισέλιδη έκθεσή του. Στα δύσκολα φαίνονται οι φίλοι.
Σε εκείνη που είχε αφήσει το πρωί να ονειρεύεται είχε πει ότι θα τελείωνε κατά τις επτά, αλλά, όλως παραδόξως, πέντε και δέκα ήταν ήδη στο αυτοκίνητο. Σταμάτησε στο Sucre να πάρει μια τούρτα σοκολάτα. Μπαίνοντας στην πολυκατοικία φανταζόταν το πρόσωπό της την ώρα που θα άνοιγε το κουτί. Γαλήνη. Πόσο διαφορετική ήταν από την ημέρα που έφυγε από τον άθλιο παιδότοπο. Φαινόταν και στη συμπεριφορά της. Η άλλοτε δύστροπη και ευέξαπτη έσταζε πλέον μέλι.
Μέλι θα έσταζε και ο γυμνός άντρας δίπλα της, ο μέχρι πρότινος ασκούμενός του, που σε δύο λεπτά θα τον διαβεβαίωνε: «Όχι κύριε Βούκαλη. Δεν είναι αυτό που νομίζετε».
Ο Απόστολος Μαϊκίδης γεννήθηκε το 1972 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται.